Άνοιξαν στις 9.00 το πρωί (ώρα Ελλάδας) οι κάλπες για τις βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία. Πρόκειται για μια εκλογική αναμέτρηση, το αποτέλεσμα της οποίας αναμένεται να επηρεάσει όχι μόνο το πολιτικό σκηνικό της χώρας, αλλά της ευρωζώνης, ειδικά στις συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες.
Τα πρώτα exit polls αναμένονται στις 19.00 (ώρα Ελλάδας)
5.15 μ.μ.: Στο 41,4% ήταν η συμμετοχή στις εκλογές ως τις 2 μ.μ. (15:00 ώρα Ελλάδας), όπως δήλωσαν εκλογικοί αξιωματούχοι, κάτι που σημαίνει ότι η συνολική συμμετοχή θα είναι υψηλότερη απ' ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια. Στις προηγούμενες εκλογές, το 2009, 36,1% των ψηφοφόρων είχαν ψηφίσει ως το μεσημέρι. Στον αριθμό αυτό δεν περιλαμβάνονται οι ψήφοι δι' αλληλογραφίας, η δημοτικότητα των οποίων έχει αυξηθεί σ' αυτές τις εκλογές.
15:50 Παρά την ισχνή προσέλευση το πρωί, ουρές έχουν δημιουργηθεί έξω από τα εκλογικά τμήματα από το μεσημέρι και μετά. Η συμμετοχή μπορεί να ξεπεράσει το 70%, όπως μεταδίδει το Reuters.
Η Άνγκελα Μέρκελ ψήφισε το μεσημέρι στο Βερολίνο και αποχώρησε από το εκλογικό κέντρο, χωρίς να κάνει δηλώσεις
Στην τελευταία της προεκλογική εμφάνιση, το Σάββατο, η καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ κάλεσε τους Γερμανούς να της δώσουν "ισχυρή εντολή" για να συνεχίσει το έργο της, παραδεχόμενη ότι το αποτέλεσμα θα είναι "οριακό". Το μεγάλο ερωτηματικό για τους Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) δεν είναι εάν θα καταλάβουν την πρώτη θέση -κάτι που θεωρείται μάλλον σίγουρο- αλλά εάν θα συνεχίσουν να συγκυβερνούν με τον μικρότερο εταίρο τους, τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) που κινδυνεύουν να μην μπουν καν στο κοινοβούλιο εάν δεν συγκεντρώσουν ποσοστό 5%.
___________________________
Αναμονή για τον πιθανό σύμμαχο των Χριστιανοδημοκρατών - Το die Linke κινείται μεταξύ 8-10%
Η καταμέτρηση των ψήφων, απόψε, στα εκλογικά τμήματα της γερμανικής επικράτειας πιθανότατα θα είναι θρίλερ. Ένα μόνο είναι βέβαιο: η Γερμανία θα αποκτήσει για δεύτερη φορά στην ιστορία της γυναίκα καγκελάριο, την ίδια που είχε ίσαμε τώρα. Το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Άνγκελας Μέρκελ μαζί με τους Χριστιανοκοινωνιστές που υπάρχουν μόνο στη Βαυαρία, όπου οι Χριστιανοδημοκράτες δεν θέτουν υποψηφιότητα, θα έχει με απόσταση την ισχυρότερη κοινοβουλευτική ομάδα.
Το θρίλερ αφορά κυρίως δύο κόμματα: Το ένα είναι οι Φιλελεύθεροι, που μόλις το τελευταίο δεκαπενθήμερο πήραν τα πάνω τους και ξεπέρασαν στις δημοσκοπήσεις το θηριώδες όριο του 5% που απαιτεί ο γερμανικός εκλογικός νόμος για την είσοδο στη Βουλή. Το άλλο είναι το νέο κόμμα AfD (Εναλλακτική πρόταση για τη Γερμανία), που στις δημοσκοπήσεις της τελευταίας εβδομάδας επιβεβαιώνει την εκτίμηση αναλυτών ότι παρά τις πολύ κακές του αρχικές δημοσκοπικές επιδόσεις, μπορεί να προσβλέπει σε ένα δυναμικό ευρωσκεπτικισμού που ίσως το φέρει στα έδρανα του Κοινοβουλίου.
Φιλελεύθεροι, οι προτιμότεροι σύμμαχοι της Μέρκελ
Και τα δύο κόμματα είναι σημαντικά για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Οι Φιλελεύθεροι είναι οι κυβερνητικοί εταίροι των Χριστιανοδημοκρατών, έχουν δηλώσει ότι θέλουν συνέχεια της χριστιανοφιλελεύθερης συμμαχίας και η Άνγκελα Μέρκελ έχει δηλώσει ότι κι εκείνη επιθυμεί να συνεχίσει μαζί τους. Εάν αποτύχουν σε αυτές τις εκλογές, τότε οι Χριστιανοδημοκράτες πρέπει να αναζητήσουν άλλους εταίρους. Το κόμμα των Φιλελευθέρων, κόμμα απολύτως και άμεσα ταυτισμένο με διάφορα επιχειρηματικά συμφέροντα, στις προηγούμενες εκλογές, του 2009, είχε 14,6%. Από το 2010 οι δημοσκοπήσεις άρχισαν να δείχνουν κάμψη που το 2012 έφτασε στο ναδίρ με 3%. Φαίνεται ότι ο κόσμος το ταύτισε με όλες τις αρνητικές πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Πράγματι, οι Φιλελεύθεροι έφερναν αντίρρηση σε κάθε κοινωνική παροχή ή φορολογική επιβάρυνση των πλουσίων που πρότειναν οι εταίροι τους. Ο ρόλος του «προμηθευτή ψήφων» στη Βουλή για το σχηματισμό κυβέρνησης, φαίνεται ότι δεν αρκεί πια. Τώρα κινούνται μεταξύ 5 και 6%.
Οι «Εναλλακτικοί», ένα δεξιό κόμμα, χωρίς σαφείς θέσεις ούτε καν για το ευρώ (στην αρχή μιλούσε για έξοδο της Γερμανίας, μετά για έξοδο των χωρών του Νότου και, εν πάση περιπτώσει, για διακοπή της χρηματοδότησης του Νότου) δεν είναι επιθυμητοί εταίροι για κανέναν. Εάν, όμως, μπουν στη Βουλή, τότε μειώνονται οι έδρες των άλλων κομμάτων και οι δυνατότητες κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ ενός μεγάλου και ενός ή δύο μικρότερων κομμάτων περιορίζονται. Σε αυτή την περίπτωση και να μπουν οι Φιλελεύθεροι στη Βουλή δεν θα αρκούν οι έδρες τους για να σχηματίσουν πλειοψηφία μαζί με τους Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές. Οι δημοσκοπήσεις τους δίνουν 4-5%.
Θα πάρει η Αριστερά την τρίτη θέση;
Ένα τρίτο, διαφορετικής σημασίας, θρίλερ μπορεί να υπάρξει για την τρίτη θέση στο Κοινοβούλιο. Η Αριστερά, ενάμιση χρόνο πριν, ανησυχούσε για την είσοδό της στη Βουλή, καθώς είχε περάσει η ορμή της ιδρυτικής της φάσης και οι έριδες των τάσεων συγκλόνιζαν το κόμμα. Σήμερα το die Linke, χωρίς να έχει ξεπεράσει τις εσωκομματικές διαφορές, εμφανίζεται ενωμένο και ικανό να συζητάει ήρεμα και να αποφασίζει. Δημοσκοπικά βρίσκεται μεταξύ 8-10% και διεκδικεί με αξιώσεις την τρίτη θέση από τους Πράσινους, χωρίς αυτή να είναι και η πιθανότερη έκβαση.
Κατά κοινή ομολογία η ανάκαμψη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη νέα του ηγεσία το δίδυμο Μπερντ Ρίξινγκερ-Κάτια Κίπινγκ που εκλέχτηκαν πέρσι τον Ιούνιο, ο συνδικαλιστής (από το χώρο των τραπεζικών) Ρίξινγκερ μάλιστα σε ευθεία σύγκρουση με τον εκπρόσωπο της δεξιάς πτέρυγας Ντίτμαρ Μπαρτς. Με χαμηλό προφίλ, οι συμπρόεδροι όργωσαν επί δώδεκα μήνες τις οργανώσεις του κόμματος και κατάφεραν να ανορθώσουν το ηθικό των μελών και να περιορίσουν τόσο τις αξιώσεις των τοπικών ηγεσιών στις μεγάλες, αλλά γερασμένες, περιφερειακές οργανώσεις των ανατολικών κρατιδίων όσο και τον δογματισμό πολλών μικρότερων οργανώσεων στη Δύση.
Στην προεκλογική εκστρατεία κυριαρχεί το ηγετικό δίδυμο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, Ζάρα Βάγκενκνεχτ και Γκρέγκορ Γκίζι (στα γερμανικά κόμματα ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας δεν είναι ταυτόχρονα πρόεδρος του κόμματος). Οι σχέσεις των δύο μεταξύ τους είναι τεταμένες, όμως οι δημόσιες εμφανίσεις τους είτε στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο είτε στις εφημερίδες και σε προεκλογικές συγκεντρώσεις είναι πάντοτε επιτυχείς, ο Γκίζι μάλιστα ανακηρύχθηκε από την «Ένωση γερμανών λογογράφων» καλύτερος ρήτορας της προεκλογικής περιόδου, ιδίως για την «επιτυχή μεταφορά περίπλοκων ζητημάτων σε απλές εικόνες».
Οι Πράσινοι από τη μεριά τους, που μετά τη Φουκουσίμα είδαν τις δημοσκοπικές επιδόσεις τους να απογειώνονται (το 2011 απειλούσαν να εκτοπίσουν τους Σοσιαλδημοκράτες από τη δεύτερη θέση), ακολούθησαν μετά καθοδική πορεία. Η απόφαση της Μέρκελ να κάνει στροφή 180ο στην ενέργεια με σταδιακή κατάργηση των πυρηνικών και μεγάλο πρόγραμμα ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών τούς πήρε τον αέρα από τα πανιά, η ταύτισή τους σε όλα τα άλλα ζητήματα (κυρίως στην κοινωνική και την εξωτερική πολιτική) με τους Σοσιαλδημοκράτες και η, με βάση τις δημοσκοπήσεις, τελείως αδύνατη προοπτική να σχηματίσουν κυβέρνηση μαζί τους, αλλά η εσωκομματική συζήτηση, μέχρι πρόσφατα, για τη δυνατότητα κυβερνητικής συνεργασίας με τη Δεξιά, κάνουν ψηφοφόρους των Πράσινων ευάλωτους για το σύνθημα της die Linke: «Όποιος δεν ψηφίζει Αριστερά, ψηφίζει Μέρκελ». Η δημοσκοπική εικόνα του κόμματος είναι τώρα στα 9-11%.
Η απουσία πολιτικής πρότασης, ακόμα, δίνει τη δυνατότητα στους αντιπάλους των Πρασίνων από δεξιά να φέρουν στο προσκήνιο μια συζήτηση που απασχόλησε πριν από 20 και πλέον χρόνια, στα απόνερα της «σεξουαλικής απελευθέρωσης», τμήμα της γερμανικής διανόησης, χωρίς όμως πραγματικό αντίκρισμα στην κοινωνία. Τότε είχε συζητηθεί η παιδοφιλία και η ποινική της δίωξη. Κάποιοι, ιδίως στον χώρο των Πρασίνων, αλλά όχι μόνο, είχαν υποστηρίξει τότε ότι η παιδοφιλία, αν δεν συνδέεται με εξάρτηση ή με βία, δεν πρέπει να διώκεται. Σήμερα, που η παιδοφιλία είναι εμπόριο και συνδέεται μόνο με βία και εξάρτηση και η κοινή γνώμη είναι, δικαίως, αγριεμένη, έρχονται στο προσκήνιο κείμενα εκείνης της εποχής με υπογραφές πολιτικών των Πρασίνων που τότε ήταν εικοσάρηδες.
Ο μεγάλος ασθενής
Ο μεγάλος ασθενής της γερμανικής πολιτικής ζωής είναι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που γιόρτασε φέτος 150 χρόνια από την ίδρυσή του, χωρίς αυτό να συγκινήσει κανέναν. Βέβαια, μετά τη σκληρή ήττα των εκλογών του 2009 που είχε πάρει μόλις 23%, το SPD έχει ανακάμψει και βρίσκεται σήμερα στις δημοσκοπήσεις στα 25-28%, όμως και αυτό είναι από τις χαμηλότερες επιδόσεις της ιστορίας του. Το «μέγα αμάρτημα» των Σοσιαλδημοκρατών είναι η πολιτική της κυβέρνησης συνασπισμού με τους Πράσινους και στη συνέχεια του μεγάλου συνασπισμού με τους Χριστιανοδημοκράτες. Η αποδοχή του νεοφιλελεύθερου δόγματος ότι με τη μείωση των μισθών και του κράτους πρόνοιας και τη μερική ιδιωτικοποίηση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων αυξάνει η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και σώζονται θέσεις εργασίας, τσάκισε τη ραχοκοκαλιά ενός κόμματος που μέχρι και τη δεκαετία του 2000 διατηρούσε μεγάλες εργατικές οργανώσεις και αναφερόταν στη μισθωτή εργασία ως προνομιακή του κοινωνική συνομιλήτρια.
Τώρα, μαζί με τους τοτινούς συνενόχους του, τους Πράσινους, προπαγανδίζει την ανάγκη διορθώσεων, όπως ο βασικός μισθός, στη χώρα με το μεγαλύτερο τομέα φτηνής εργασίας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, η φορολογία των πλουσίων (αλλά όχι των κερδών των επιχειρήσεων) και η επανεξέταση του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση. Μόνο που, τόσο λόγω του παρελθόντος όσο και λόγω της αδυναμίας του να ηγηθεί της επόμενης κυβέρνησης και να εφαρμόσει όσα τάζει, όλα αυτά δεν πείθουν. Οι αστοχίες του επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας Περ Στάινμπρουκ, παίζουν βέβαια ρόλο, μεγαλύτερο ρόλο παίζει, όμως, ότι ήταν υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Μέρκελ. Και πώς να πιστέψει κανείς τα περί ελέγχου των τραπεζών, όταν ο Στάινμπρουκ, ως υπουργός Οικονομικών με υφυπουργό τον Γιοργκ Άσμουσεν, άνοιξαν την αγορά για το εμπόριο με «δομημένα ομόλογα» στη Γερμανία;
Η ηγεσία του SPD επέμεινε μέχρι τέλους της προεκλογικής περιόδου ότι επιδιώκει να σχηματίσει κυβέρνηση με τους Πράσινους. Ωστόσο, έχει ήδη αρχίσει η συζήτηση για τον μεγάλο συνασπισμό με καγκελάριο την Μέρκελ. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Σρέντερ, ο Στάινμπρουκ θέλει να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων, χωρίς ο ίδιος να συμμετάσχει μετά στην κυβέρνηση. Αξιοσημείωτο είναι ότι και στην αριστερή πτέρυγα του SPD συζητούν για τους όρους που πρέπει να θέσει το κόμμα στους Χριστιανοδημοκράτες, με ελάχιστες φωνές να κάνουν λόγο για συμμαχία με την Αριστερά και τους Πράσινους. Αλλά και αυτό είναι δύσκολο, ακόμα και αν οι συσχετισμοί το επιτρέψουν, διότι οι όροι της Αριστεράς, ιδίως στην εξωτερική και στην ευρωπαϊκή πολιτική δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί από τους Σοσιαλδημοκράτες, επί ποινή διάσπασης.
Για το SPD όποιο αποτέλεσμα πάνω από 28% θα θεωρηθεί επιτυχία. Οπωσδήποτε όμως, μετά τις εκλογές θα ανοίξει συζήτηση για την ηγεσία του κόμματος με πολλούς και πολλές υποψήφιους/ες. Αλλά κι αυτό μάλλον δεν θα ωφελήσει πολύ ένα κόμμα που έχει χάσει την κοινωνική του βάση και, έπειτα από το σύνθημα «Η Γερμανία χρειάζεται αλλαγή πολιτικής» θα συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση που θα συνεχίσει σε γενικές γραμμές την ίδια πορεία.
Η Μέρκελ κυρίαρχος του παιχνιδιού
Κυρίαρχος του παιχνιδιού είναι η Άνγκελα Μέρκελ. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν στο κόμμα της 39-41% με απόσταση ασφαλείας από τους Σοσιαλδημοκράτες, ενώ για καγκελάριο τη θέλει το 54% των Γερμανών που ρωτήθηκαν. Η ευρωπαϊκή της πολιτική είναι δημοφιλής, και βέβαια οι γερμανοί ψηφοφόροι εκτιμούν ιδιαίτερα ότι η χώρα τους όχι μόνο ηγείται της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ότι μειώνεται η ανεργία. Σε δύο διεθνείς κρίσεις, στη Λιβύη και στη Συρία, κράτησε τη Γερμανία εξαρχής έξω από κάθε άμεση ανάμειξη σε πολεμικές ενέργειες –κι αυτό στη Γερμανία παίζει σπουδαίο ρόλο. Στη Συρία, βέβαια, είχε και τη βοήθεια του Αγίου Λαβρόφ, με τη ρωσική πρωτοβουλία που απέτρεψε την επίθεση. Στα τουρκοσυριακά σύνορα, βλέπεις, είναι εγκατεστημένοι γερμανικοί πύραυλοι Πάτριοτ με γερμανικό προσωπικό και σε μια σύρραξη κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να γίνει.
Φυσικά, κανείς στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα δεν αμφισβητεί την ηγεσία Μέρκελ, αντίθετα, όλη η προεκλογική καμπάνια στηρίζεται στο πρόσωπό της. Αν και έχει δηλώσει ότι επιθυμεί συνέχιση του συνασπισμού με τους Φιλελεύθερους, ορισμένοι αναλυτές το αμφισβητούν. Η κυβερνητική συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες δίνει άνετη πλειοψηφία και η προηγούμενη χριστιανοσοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση (2005-2009) λειτούργησε χωρίς τριβές. Βέβαια, το γερμανικό Σύνταγμα διευκολύνει κυβερνήσεις με μικρή πλειοψηφία, γιατί απαγορεύει πρόταση μομφής, εάν δεν έχει σχηματιστεί νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία με συγκεκριμένη πρόταση για κυβέρνηση. Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία του 65-67% δίνει άνεση κινήσεων και επιτρέπει αλλαγή πολιτικής, π.χ. στα ευρωπαϊκά, χωρίς κινδύνους. Για την Μέρκελ θα ήταν ίσως ιδεώδες να έχει δύο εναλλακτικές λύσεις (είτε με τους Φιλελεύθερους είτε με τους Σοσιαλδημοκράτες), ώστε να μπορεί να ελίσσεται.
Αναδημοσίευση από την Εποχή - Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)