Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Εμείς, αυτοί και ο Παύλος

Του Μανώλη Κυπραίου
"Αν μπορείς κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει" (Νίκος Καζαντζάκης)

Τον Παύλο δεν τον ήξερα. Δυστυχώς. Και τώρα που τον έμαθα κατά τραγικό τρόπο, δεν μπορώ να τον ακούσω. Ίσως να μπορέσει να με συγχωρήσει.

Βρέθηκα στο Κερατσίνι στη διαδήλωση σαν απλός πολίτης. Βρέθηκα εκεί γιατί είχα χρέος. Απέναντι στους προγόνους μου που θυσιάστηκαν για να είμαστε σήμερα ελεύθεροι. Για τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα αυτών των ανθρωπόμορφων τεράτων που αιματοκύλησαν την Ελλάδα.



Ανάμεσα σε αυτά ήταν και μέλη της οικογένειάς μου που ίσως να είχα προλάβει να γνωρίσω αν οι φασίστες δεν τα είχαν εκτελέσει είτε στην Οσία Ξένη, είτε στο Αουσβιτς.

Ασήκωτο το βάρος, αλλά ήταν χρέος.

Το «Ποτέ πια» πέρναγε και ξαναπέρναγε μέσα από το μυαλό μου σαν κεραυνός που δεν λέει να κοπάσει και κάθε φορά χτύπαγε με μεγαλύτερη δύναμη. Με οδηγούσε εκεί που έπρεπε να ήμουν. Απλά ακολούθησα το πύρινο μονοπάτι που είχε χαράξει, εκμηδενίζοντας τον χώρο και τον χρόνο σαν το χθες να ήταν τώρα.

Από το Βερολίνο του 1933, στην Κοκκινιά του 1944 και όπως αυτό ήθελε, στην Δραπετσώνα του 2013.

Και όλες αυτές τις μέρες, όλοι μας, καταλάβαμε ότι πάνε αυτοί οι αχρείοι μαυροντυμένοι-σαν τον Χάρο-νεκροζώντανοι να μας πάρουν την ψυχή και το νου.

Είμαστε περίεργος λαός εμείς οι Έλληνες. Φτιαγμένοι λες από άμμο που σκορπάει στους τέσσερις ανέμους. Αρκεί όμως ένας βαρδάρης για να μας ξαναφτιάξει ανθρώπους.

Ο Παύλος όμως δεν έπρεπε να χαθεί. Θα μπορούσαμε να τον είχαμε σώσει. Αυτό με πονάει περισσότερο.

Τρία χρόνια τώρα εμείς οι γραφικοί, φωνάζαμε, γράφαμε, εκλιπαρούσαμε για τους νεκροζώντανους που σηκώθηκαν από τον βαθύτερο λάκκο της λήθης κατευθυνόμενοι προς τα εμάς. Με νταούλια και βιολιά. Με διαβολική καλοσύνη και μάτια σκοτεινά σαν της αβύσσου. Τους υποτιμήσαμε και τους αγνοήσαμε. Τους αφήσαμε σαν τον «μαύρο θάνατο» να εξαπλωθούν. Και τώρα τα διαβολικά αυτά πλάσματα, πέταξαν τις μάσκες και φάνηκαν οι άρπαγες.

Βλέπαμε τις φωτογραφίες με τη στρατιωτική τους εκπαίδευση στα βουνά. Αδιαφορούσαμε. Βλέπαμε τις απειλές τους και τη χρήση βίας απέναντι σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, με διαφορετική θρησκεία και χρώμα δέρματος. Αδιαφορήσαμε. «Δεν είναι το δικό μου σπίτι» είπαμε.

Τυφλοί, άβουλοι και μοιραίοι αντάμα, βουλιαγμένοι μέσα στα απαλά μαξιλάρια των καναπέδων μας και της εύπλαστης ευδαιμονίας.

Όταν το φίδι έσπασε το αυγό, σηκώθηκε όρθιο μέσα στα πόδια μας. Κοντά στους 500.000 συμπολίτες μας δεν το φοβήθηκαν. Εντυπωσιάστηκαν. Ήθελαν αυτό το φίδι να δαγκώσει, να ξεσκίσει τις σάρκες των άλλων, για το κακό που τους συνέβαινε. Και να πάρει τις ευθύνες που είχαν σαν πολίτες για τη «μη αντίδραση» τους.

Και το φίδι άρχισε να τους μιλά μέσα από ήχο τσιριχτό, μαγευτικό, με την αιώνια γλώσσα του κακού, κάνοντας αυτούς τους πολίτες να πιστέψουν πως αυτοί οι κράχτες του χειρότερου και πιο άρρωστου μέρους που φιλοξενείται στο πίσω μέρος του εγκεφάλου μας θα μας έσωζαν.

«Φίδι που δεν με δαγκώνει ας ζήσει χίλια χρόνια» είπαν. Κανένα φίδι όμως δεν έχει ζήσει χίλια χρόνια…

Και τους δώσαμε βήμα.

Τους βάλαμε στο ναό της Δημοκρατίας, τους δώσαμε άσυλο για τις άνομες πράξεις τους και θα τους χρηματοδοτήσουμε για να υλοποιήσουν τα τρομερά σχέδιά τους.

Δεν ήρθαν όμως «απρόσκλητοι». Το υπάρχων πολιτικό σύστημα τους εξέθρεψε. Σταγόνα-σταγόνα, σπυρί-σπυρί με την ανικανότητά του, «τάισε» και ανέστησε το μεγάλο φίδι, τον δράκοντα τον αρχαίο. Το αυγό εκκολάφτηκε κάτω από τη ζεστασιά των λαθών και της αδιαφορίας των κυβερνητικά κυρίαρχων επί 40 χρόνια πολιτικών δυνάμεων. Στο τέλος το «φιλοξενήσαμε» ως κοινωνία μέσα στον κόρφο μας, όταν ήταν έτοιμο πια σπάσει.

Η αλαζονεία τους, ο «λουδοβικισμός» τους, η έλλειψη γνώσης και παιδείας, έκανε αυτούς τους πολιτικούς τη «μαμή» αυτού του μιάσματος για την ανθρώπινη φύση, που βλέπουμε μπροστά μας.

Και το «κατηγορώ» προς τα πρόσωπά τους πρέπει να παραμείνει δάδα μέσα στο σκοτάδι του Ερέβους για να μη πολλαπλασιαστούν τα φίδια.,.

Κι όμως αγαπημένε μου Μίκη, αγαπημένε μου Τάσο, στη Δραπετσώνα έχουμε ζωή.

Βρέθηκα μαζί με χιλιάδες νέα παιδιά, με μεσήλικες και ηλικιωμένους. Βρέθηκα μαζί με όλη αυτή τη δύναμη της Ελλάδος που σου δίνει το κουράγιο και τη δύναμη πως ο φασισμός πάει να μεγαλώσει σαν δέντρο αλλά θα κοπεί.

Τους κοίταζα στα μάτια και αυτοί εμένα. Η ακοή ήταν ίσως η πιο άχρηστη αίσθηση ανάμεσά μας. Μάτια οργισμένα, βουβά, δακρυσμένα έστελναν τους δικούς τους παλμούς και τα μηνύματά τους με τρόπο μαγικό μέσα στην καρδιά. Προχωρήσαμε όλοι μαζί. Κανείς δεν ρώτησε τον άλλον αν είναι αριστερός ή δεξιός. Χριστιανός, μουσουλμάνος ή εβραίος.

Ήμασταν όλοι ένα σώμα μια καρδιά μια γροθιά έτοιμη να συντρίψει τον φασισμό. Δεν υπήρχε ταυτότητα. Δεν υπήρχαν τάξεις. Υπήρχε μόνο ο Άνθρωπος.

Αυτή την εικόνα δεν θέλω να την ξεχάσω. Όπως δεν θέλω να ξεχάσω και τον Παύλο. Τον Μωϋσή, τον Μοχάμεντ. Δεν θέλω να ξεχάσω ούτε την Ελένη, την Σάρα ή την Αϊσα.

Τα χημικά, τα γκλοπ, οι κρότου λάμψης μας έκαναν να τρέξουμε. Όμως δεν είδαν οι τυφλοί πως οι ψυχές μας δεν κουνήθηκαν ούτε ένα χιλιοστό. Και ακόμη ακίνητες είναι. Εκεί. Κάπου μεταξύ της Παναγή Τσαλδάρη και της Γρηγορίου Λαμπράκη στο Κερατσίνι. Αγκαλιά με την ψυχή του Παύλου.

Δεν θέλω να ξεχάσω πως είμαι Άνθρωπος.

Δεν θέλω να το ξεχάσετε ούτε κι εσείς.

Όλοι μαζί μπορούμε να κάνουμε όχι απλά θαύματα αλλά να αλλάξουμε το ρου της ιστορίας. Γιατί έχουμε χρέος απέναντι στους προγόνους μας και τους απογόνους μας.

Μόνο σκύβοντας το κεφάλι μπορούν να μας πάρουν το κεφάλι.

Και αυτοί που το χάνουν πρώτοι είναι οι οσφυοκάμπτες και τα πουλημένα ανθρωποειδή στη μαύρη ψυχή του Μαμμωνά.

Ο Παύλος Φύσσας μας άφησε μια παρακαταθήκη, μια ευχή και μια κατάρα, γραμμένη με το αίμα του: «Μη τους αφήσετε να περάσουν»!

left.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!

Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)