Tην Πέμπτη τα πρωτοσέλιδα βοούσαν, καταδικάζοντας το ναζιστικό έγκλημα. Δεν μιλάμε για την Αυγή, τον Ριζοσπάστη ή τηνΕφημερίδα των Συντακτών, αλλά για εφημερίδες που αλλιώς μας είχαν συνηθίσει: «Δολοφονία-σοκ από νεοναζί» (Η Καθημερινή), «Σοκ από το έγκλημα της Χρυσής Αυγής» και εικονογράφηση μια σβάστικα διαγραμμένη (Τα Νέα) κ.ο.κ. Και, το μεσημέρι της ίδιας μέρας, ο πρωθυπουργός δεν μίλησε, άλλη μια φορά, για τη «θεωρία των δυο άκρων», αλλά για «επιγόνους των νεοναζί».
Πράγματι, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν σοκ για πολλούς, ακόμα και για μας. Κανένας όμως, και ειδικά αναλυτές και διαμορφωτές της κοινής γνώμης, δεν μπορεί να εκπλήσσεται. Είχαν προηγηθεί εμπρησμοί και επιθέσεις σε μετανάστες, μαχαιρώματα και πάμπολλα άλλα περιστατικά εγκληματικής βίας των νεοναζί, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Σαχτζάτ Λουκμάν. Αν και δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε το θύμα, το γεγονός ήταν απολύτως προβλέψιμο, όπως και οι δράστες. Και εδώ πρέπει να μιλήσουμε για ευθύνες. Όχι φυσικά επιχαίροντας ή «θριαμβολογώντας» –καμιά χαρά, μονάχα η θλίψη και η οργή αρμόζουν εδώ– αλλά για να ξέρουμε.
Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι η Νέα Δημοκρατία και η κυβέρνηση, με σειρά, όχι πια παραλείψεών τους, αλλά ενεργειών τους έδωσαν στους νεοναζί το μήνυμα ότι μπορούν να δρουν ανενόχλητοι. Τέτοιες ενέργειες ήταν η απόσυρση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, η συχνή «κατά λάθος» ψήφος βουλευτών (της Ν.Δ. αλλά και του ΠΑΣΟΚ) κατά της άρσης της ασυλίας Χρυσαυγιτών βουλευτών, ακριτομυθίες –που ποτέ δεν διαψεύστηκαν– του γ.γ. της κυβέρνησης Τάκη Μπαλτάκου για ενδεχόμενη συνεργασία Ν.Δ.-Χρυσής Αυγής, η συστηματική αποφυγή καταδίκης της νεοναζιστικής βίας (πιο πρόσφατο παράδειγμα, η σιωπή Ν.Δ. και κυβέρνησης για τη δολοφονική επίθεση εναντίον του ΚΚΕ στο Πέραμα) και αντ’ αυτής η καλλιέργεια της θεωρίας των δύο άκρων (πιο αποκρουστικό παράδειγμα, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, που, λίγες μόνο ώρες μετά τη δολοφονία, επέλεξε να επιτεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ…).
Ευθύνες, πολύ σοβαρές, έχουν τα μέσα ενημέρωσης. Ας μην πάμε σε βάθος χρόνου, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν στα κανάλια άρχισε να διαχέεται συστηματικά η ξενοφοβία, ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία, να καλείται ο Πλεύρης πατήρ και άλλοι επιφανείς ακροδεξιοί ως «ειδικοί» για θέματα δικαιωμάτων, μεταναστών κλπ. (για όλα αυτά, ας ανατρέξει κανείς στη Μαύρη Βίβλο του Δημήτρη Ψαρρά). Οι άμεσες ευθύνες, στο βραχύ διάστημα της ανόδου της Χρυσής Αυγής, είναι κραυγαλέες (βλ., σχετικά, και τα πρακτικά της ημερίδας ΜΜΕ και το φαινόμενο του νεοναζισμού, που μόλις κυκλοφόρησε από το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ). Ένα μόνο παράδειγμα: Στο φύλλο της Καθημερινής της Πέμπτης στηλιτεύουν τη ναζιστική βία ο Μπάμπης Παπαδημητρίου (ο ίδιος που προ ημερών είχε μιλήσει για συνεργασία της ΝΔ με μια «σοβαρότερη Χρυσή Αυγή») και ο Στέφανος Κασιμάτης (ο ίδιος που προ ενός έτους ανακήρυσσε τη Χρυσή Αυγή «ευκαιρία για τη δημοκρατία»). Θα πιστεύαμε ότι πρόκειται περί συνωνυμίας, αλλά ο Κασιμάτης, χωρίς ντροπή, μας το θυμίζει ο ίδιος, γράφοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι αυτός τα έλεγε…
Παρ’ όλα αυτά, ή, ακριβέστερα, λόγω όλων αυτών, τα πρωτοσέλιδα της Πέμπτης, όπως και η δήλωση Σαμαρά, έχουν σημασία. Δεν ήταν δεδομένα. Θα μπορούσε, λ.χ., να έχει κυριαρχήσει η αντίληψη των «άκρων» ή της «συμπλοκής οπαδών»: «Τον σκότωσε για το ποδόσφαιρο» έγραφε η οθόνη του ΣΚΑΪ, Τετάρτη πρωί. Αντιθέτως, όλοι τελικά μίλησαν για έγκλημα των νεοναζί. Αυτό, ανεξάρτητα αν μας προξενεί ικανοποίηση ή σκεπτικισμό, ανεξάρτητα από το αν το θεωρούμε υποκριτικό, ειλικρινές ή καιροσκοπικό, συνιστά, από μόνο του πολιτικό γεγονός, το οποίο πρέπει να αξιολογήσουμε και να αξιοποιήσουμε ως αναλυτικό εργαλείο στον αγώνα κατά των νεοναζί. Γιατί η δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι τομή, από πολλές απόψεις.
Πρόκειται για την πρώτη ξεκάθαρα «πολιτική» δολοφονία· δολοφονία αντιφασίστα. Επιπλέον, ο Π. Φύσσας ήταν εργάτης, συνδικαλιζόταν, είχε αντιφασιστική δράση σε μια λαϊκή γειτονιά του Πειραιά, με δημόσια παρουσία και λόγο ακόμα και μέσα από την τέχνη του. Αρχέτυπο «εχθρού», με εμβληματικά χαρακτηριστικά «αντίπαλου δέους», ταξικά και ιδεολογικά. Έλληνας, εργάτης, αντιφασίστας, νέος, λαϊκός άνθρωπος, καλλιτέχνης: με τη δολοφονία του, η Χρυσή Αυγή ξεπέρασε πολλά όρια μαζί — ίσως γι’ αυτό, με τη δολοφονία αυτή, καταρρέουν εντυπωσιακά οι περισπούδαστες εξισώσεις της βίας… Για την ελληνική κοινωνία (όσο κι αν τη διαπερνούν ρατσιστικές και μισαλλόδοξες απόψεις), για τα media (όσο άθλια κι αν είναι), για το πολιτικό σύστημα, η δολοφονία αυτή, που σηματοδοτεί την αποχαλίνωση της ναζιστικής βίας, δεν είναι ανεκτή (σε αντίθεση με τη δολοφονία του Πακιστανού Σ. Λουκμάν).
Έπειτα, η συγκεκριμένη δολοφονία είναι δραματικά υποδειγματική για να φανεί πώς η Χρυσή Αυγή είναι δολοφονική συμμορία. Γιατί όσο έρχονται στο φως στοιχεία τόσο ξετυλίγεται το κουβάρι της εγκληματικής δράσης, που δεν περιορίζεται στον δράστη, αλλά εξαπλώνεται σε όλη τη συμμορία: Διαβάσαμε, έτσι ότι ο δράστης (που όπως και η γυναίκα του ήταν μέλη της Χρυσής Αυγής) δέχθηκε τηλεφώνημα για να σπεύσει στο σημείο της ενέδρας· ότι δεν δρούσε μόνος του αλλά με μια ολόκληρη ομάδα Χρυσαυγιτών (τα λεγόμενα πλέον ανοιχτά «τάγματα εφόδου»)· ότι μετά η γυναίκα του μετέφερε τη χρυσαυγίτικη ταυτότητά του και άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία στο σπίτι του τοπικού ομαδάρχη της Χρυσής Αυγής κ.ο.κ.… Καθώς τα ευρήματα αυτά, που θα πολλαπλασιάζονταν ασφαλώς από μια σοβαρή αστυνομική και δημοσιογραφική έρευνα, μας οδηγούν στο να αγγίξουμε το κουβάρι της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής, το αίτημα, βέβαια, είναι: να ξηλωθεί το κουβάρι αυτό, η έρευνα να μην περιοριστεί στον δράστη. Και, ακόμα, δουλειά και της αστυνομίας αλλά και της ερευνητικής δημοσιογραφίας (όπως στην υπόθεση Λαμπράκη, οπότε η αστυνομία δεν έκανε τη δουλειά της), ξετυλίγοντας και άλλα κουβάρια, να στοιχειοθετήσει το σκοτεινό πεδίο της διαπλοκής νεοναζιστών, συμμοριών, δυνάμεων καταστολής και επιχειρηματικών συμφερόντων.
Η στιγμή είναι κρίσιμη. Για όλους. Και για το αντιφασιστικό κίνημα και για τη δημοκρατία και για τους Χρυσαυγίτες και για την κυβέρνηση, που έχει ένα γερό πάτημα –αρκεί να το θέλει– για να αλλάξει επιτέλους στάση απέναντι στους νεοναζί. Αν η συγκεκριμένη δολοφονία περάσει στο ντούκου (όπως δηλαδή του Σ. Λουκμάν), αν το ζήτημα εξατμιστεί σε εξαγγελίες (όπως τα «γραφεία ρατσιστικής βίας» που ιδρύθηκαν και μένουν εντελώς άπραγα), αν η απαιτούμενη κάθαρση περιοριστεί στην τιμωρία του δράστη, τότε, πολύ απλά, σύντομα δεν θα μπορούμε να κυκλοφορούμε έξω από τα σπίτια μας. Δεν φτάνει η (μεγαλειώδης, λόγω του πλήθους και της συμμετοχής της γειτονιάς, που σηματοδότησε το σπάσιμο του φόβου) αντιφασιστική συγκέντρωση της Τετάρτης, δεν φτάνουν οι ανακοινώσεις και οι δηλώσεις· πρέπει και ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει πολύ περισσότερα, να θέτει διαρκώς και επίμονα, ως πρωταρχικό και αυτοτελές ζήτημα, το ζήτημα της αντιμετώπισης των νεοναζί.
***
Η Χρυσή Αυγή, στον βαθμό που αποτελεί εγκληματική συμμορία, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Το κίνημα, οι αντιφασίστες, οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες μπορούν να κάνουν πολλά, αλλά δεν μπορούν να γίνουν ανακριτικοί υπάλληλοι, αστυνόμοι και δικαστές, κυνηγοί που θα εντοπίζουν τους δράστες, θα τους συλλαμβάνουν και νθα τους τιμωρούν. Είναι και αδύνατον και επικίνδυνο. Ωστόσο, εδώ υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση: Η αστυνομία και (σε μικρότερο βαθμό) η δικαιοσύνη –αυτές οι ίδιες, που είναι τόσο σημαντικές για την αντιμετώπιση των νεοναζί– είναι αποδεδειγμένα διαβρωμένες από τη Χρυσή Αυγή, με τη σιωπηρή ανοχή ή υποστήριξη της κυβέρνησης. Διαβάσαμε, λ.χ. ότι στο σημείο της δολοφονίας μια ολόκληρη ομάδα ΔΙΑΣ παρακολουθούσε άπραγη· ότι, λίγες μέρες πριν, σε έρευνα σε τοπικά γραφεία της Χρυσής Αυγής (για την επίθεση στο Πέραμα) αστυνομικοί και εισαγγελείς τράπηκαν σε φυγή όταν εμφανίστηκε μαινόμενος Χρυσαυγίτης βουλευτής. Στο βαθμό που ισχύουν, εικονογραφούν εφιαλτικά το αδιέξοδο… Γιατί, αν δεν κοπεί αυτός ο δεσμός, δεν μπορεί να υπάρξει αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής.
Φυσικά, το ζήτημα του νεοναζισμού δεν είναι μόνο ποινικό. Εδώ, ενώ δεν πρέπει να χαριζόμαστε σε κανέναν, ενώ πρέπει να μιλάμε απερίφραστα για τις ευθύνες όλων όσων χαϊδεύουν τους νεοναζί, να μιλάμε αυστηρά και προς την κοινωνία, δεν χρειάζεται να της κουνάμε το δάχτυλο. Ο λόγος μας μπορεί να είναι αυστηρός και ανοιχτός μαζί, να λαμβάνει υπόψη ότι η κοινωνία δεν είναι (ακόμα) έτοιμη να αποδεχτεί το μαχαίρωμα, ιδίως Ελλήνων (όσο τραγική κι αν είναι μια τέτοια διάκριση). Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα μπορεί, και πρέπει, να ταρακουνήσει ακόμα και συντηρητικούς, φοβισμένους ανθρώπους – και όχι να τους φοβίσει ακόμα περισσότερο. Πρέπει, λοιπόν, να μιλήσουμε και σε αυτούς: χωρίς χαϊδέματα, να τους πούμε για τις ευθύνες τους και μαζί να πούμε ότι το να είσαι δεξιός, συντηρητικός, «φιλήσυχος», δεν επιτρέπεται να ταυτίζεται με το να είσαι νεοναζί και δολοφόνος. Υπάρχει, και πρέπει να υπάρχει απόσταση· αν αυτή σιγά σιγά χάνεται, τότε χαθήκαμε όλοι μαζί, δικαίως ή αδίκως, δίκαιοι και άδικοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)