«Χαίρετε. Κατ΄αρχάς να συστηθώ: με λένε Ιωάννα. Είμαι Φυσικός, σύζυγος, και μαμά. Είμαι Ελληνίδα, αλλά αισθάνομαι σκόρπια παντού. Στην Ελλάδα δεν ταιριάζω, γιατί είμαι «αλλιώς». Πάντα ήμουν δηλαδή. Και όντας Ελληνίδα, δεν ταιριάζω πουθενά αλλού. Αλλά από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ονειρευόμουν μια ζωή σε αυτό το «αλλού». Και σήμερα, που δεν ζω πια στην Ελλάδα, είμαι πολύ, μα πολύ ευτυχισμένη και δε θέλω ποτέ, μα ποτέ να επιστρέψω στην κόλαση της πατρίδας μου, εκτός κι αν αυτή η πατρίδα αλλάξει δραματικά. Θα αρχίσω εξηγώντας σας γιατί ήμουν στην Ελλάδα δυστυχισμένη, και γιατί η ζωή μου στη Γερμανία με έκανε ευτυχισμένη.
Όταν μπήκα στην εφηβεία και άρχισα να αλληλεπιδρώ με τον κόσμο γύρω μου χωρίς την προστασία των γονιών μου, άρχισαν παράξενα πράγματα να συμβαίνουν. Θα σας δώσω τρία παραδείγματα: Μια φορά πήγα στο περίπτερο να αγοράσω ένα παγωτό, έχοντας μόνο ένα πεντοχίλιαρο (ελπίζω το αναγνωστικό κοινό να τα θυμάται τα πεντοχίλιαρα…). Ο περιπτεράς μου έδωσε το παγωτό, αφού με έβρισε πατοκορφιστί, ένα νέο και μικρόσωμο κορίτσι. «Δεν ντρεπόμαστε λίγο» – κάποια από τα πιο ήπια λόγια του – «να πηγαίνουμε με τα πεντοχίλιαρα να αγοράζουμε ένα παγωτό των τετρακοσίων δραχμών!» Δεν αντέδρασα, όπως γενικά δεν αντιδρώ σε τέτοιες καταστάσεις, γιατί με σοκάρουν και μου κόβεται η μιλιά. Ίσως τελικά να είμαι πολύ δειλή, ή ευαίσθητη. Το ίδιο μου συνέβαινε τακτικά όταν πήγαινα να αγοράσω εισιτήρια στα ταμεία του ΗΣΑΠ, έτσι ώστε έγινε ένας καθημερινός παράγοντας στρες στη ζωή μου. Ο πατέρας μου εντυπωσιαζόταν: «μα καλά εμένα ποτέ κανείς δε με έχει βρίσει». Ναι, αγαπητέ μπαμπά. Αλλά δεν είσαι ένα μικρόσωμο κορίτσι! Οι δειλοί άνθρωποι πάντα στους αδυνατότερούς τους προσπαθούν να δείξουν τη «δύναμή» τους. Όταν πήγαινα στο πανεπιστήμιο, τα λεωφορεία που μας έφερναν στην Πανεπιστημιούπολη ήταν πάντα γεμάτα ως το ταβάνι με φοιτητές στοιβαγμένους σαν σαρδέλες. Σαν να μην έφτανε αυτό, δεν ήξερες ποτέ αν και πότε το λεωοφορείο θα έρθει. Φυσικά ως βετεράνος είχα μάθει τις καλύτερες ώρες και τα καλύτερα λεωφορεία που θα μπορούσα να πάρω χωρίς να ποδοπατηθώ. Θυμηθείτε, μικρόσωμο κορίτσι – έχω χάσει την ανάσα μου πολλές φορές σε στοιβαγμένο λεωφορείο… Αλλά μια μέρα είπα να δοκιμάσω την τύχη μου με το λεωφορείο 250, που έκανε το γύρο της πανεπιστημιούπολης του Ζωγράφου. Πήγα μια στάση νωρίτερα από τον Ευαγγελισμό, για να μην συμπέσω με το φοιτητομάνι που ανέβαινε στην επόμενη στάση. Πολλοί άλλοι φυσικά ήξεραν αυτό το κόλπο. Περίμενα, και περίμενα, και περίμενα, μαζί με όλους τους υπόλοιπους. Έρχεται ένα λεωφορείο, στοιβάζεται το φοιτητομάνι. Τόσοι πολλοί μπήκαν μέσα, που ένα σακίδιο έμεινε να κρέμεται έξω από την κλειστή πόρτα. Και μετά πάλι περίμενε. Μετά από ώρα έρχεται άλλο λεωφορείο. Τα ίδια, πού να μπεις – και να θέλεις πρέπει να έχεις κάνει προπόνηση σε χέβι μέταλ συναυλία για να επιβιώσεις. Και πάλι απ΄έξω. Στο τρίτο λεωφορείο που δεν μπόρεσα να μπω, έπαθα κρίση νεύρων. Δεν πληρώνω τα εισιτήριά μου; Δεν πληρώνουν οι γονείς μου διπλούς και τριπλούς φόρους; Ο πατέρας μου για το μαγαζί του πληρώνει φόρο ιδιοκτησίας, και επιπλέον, επειδή κατά τη νομοθεσία πληρώνει νοίκι στον εαυτό του, πρέπει να πληρώνει φόρο για το νοίκι που λαμβάνει. Με όλους αυτούς τους φόρους και παραφόρους και τα εισιτήρια και όλα αυτά που πληρώνουμε, γιατί να μην μπορώ να πάω στο μάθημά μου; Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι αυτό το απλό πράγμα, που οποιοσδήποτε φοιτητής στον κόσμο μπορεί να θεωρεί δεδομένο; Στο πρώτο εξάμηνο στο πανεπιστήμιο δεν τα πήγαινα και πολύ καλά. Το στρες των εισαγωγικών εξετάσεων και η σχεδόν απάνθρωπη τακτική των δασκάλων στο φροντιστήριο («άσχετοι! χαζοί! δεν θα περάσετε ποτέ!») με είχαν επηρεάσει φαίνεται, έτσι ευαίσθητη που είμαι, με λεπτό πετσί. Αλλά έδωσα στην πρώτη εξεταστική μερικά μαθήματα, στα οποία δεν πήγα και τόσο καλά όσο ήθελα. Τότε είχαμε μια στενή οικογενειακή φιλία με τον νομικό σύμβουλο του Πανεπιστημίου Αθηνών, έναν αξιόλογο άνθρωπο του πνεύματος, τον οποίο επισκεπτόμουν πού και πού στο γραφείο του. Μία από εκείνες τις ημέρες, κατεβαίνοντας από τη σχολή μετά από την εξέταση σε ένα μάθημα, είπα να περάσω να τον χαιρετήσω. «Πώς πήγαν οι εξετάσεις», με ρωτάει.» Όχι και τόσο καλά», του απαντάω. «Γιατί;» με ρωτάει. «Ε, δεν είχα προετοιμαστεί και τόσο καλά», του απαντάω. Τότε εκείνος βάζει το χέρι στο τηλέφωνο. «Πες μου το όνομα του καθηγητή και θα το κανονίσω», μου λέει.»Όχι», του λέω. «Έλα βρε πες μου το όνομά του, τι σε νοιάζει εγώ είμαι εδώ», συνεχίζει. Εξακολουθώ να αρνούμαι, και εξακολουθεί να με πιέζει. Θα καταλάβατε μέχρι τώρα ότι στα νιάτα μου δεν τα κατάφερνα και πολύ καλά υπό πίεση. Κάποια στιγμή η αδικία αρχίζει να με πνίγει. Γιατί δε με αφήνει ήσυχη, να πάρω το δρόμο μου όπως εγώ το θέλω; Τα δάκρυα μου έρχονται στα μάτια, και για κακή μου τύχη δεν μπορώ να τα συγκρατήσω πριν φύγω τρέχοντας σχεδόν από το γραφείο του. Με ακολούθησε, με καθησύχασε ότι δεν θα τηλεφωνήσει στον καθηγητή, με αγκάλιασε και μου είπε: «Αυτό ήταν το πιο ωραίο δάκρυ που έχω δει ποτέ μου». Την ιστορία τη διηγούμαι και δακρύζω ακόμα και σήμερα, πάνω από μια δεκαετία αργότερα. Αυτός ο υπέροχος άνθρωπος δεν είναι πια στη ζωή. Όποιος δεν έχει κοντέψει να χάσει τις εξετάσεις του επειδή έχει κλείσει η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας για να περάσει κάποιος «επίσημος» με τη λιμουζίνα, ίσως δεν μπορεί να καταλάβει τι εννοώ. Όποιος δεν έχει καθήσει σε αμφιθέατρο όντας η μόνη ψυχή που δεν αντιγράφει – δεν καταδέχεται να αντιγράψει – δεν ξέρει τι εννοώ. Όποιος δεν έχει απηυδύσει με τις φοιτητικές παρατάξεις, που αν είχαν κάποια χρησιμότητα κάποτε τώρα μόνο το πανεπιστημιακό έργο κωλύουν, δεν μπορεί να συλλάβει τι θέλω να πω. Όποιος δεν έχει προσπαθήσει πάντα να είναι ευγενικός, μόνο για να αντιμετωπίσει κακή παιδεία, αναίδεια και βρισιές, τότε σίγουρα δε μπορεί να με νιώσει. Όποιος δεν θέλησε πάντα να στηριχτεί στις δυνάμεις του, στο μυαλό του, και όπου φτάσει, ας μην είναι και πολύ ψηλά αυτό το «όπου», δεν πρόκειται να πιάσει το νόημα των γραφόμενών μου. Όποιος, τέλος, δεν έχει αισθανθεί την ανάγκη να πει «ΟΧΙ», όχι ρε γαμώτο, δεν θέλω το ρουσφέτι σου, δεν θέλω τη βοήθειά σου, δεν θέλω να φοροδιαφύγω, δεν θέλω να είμαι άλλος ένας φταίχτης, δεν μπορεί καν να διανοηθεί τι εννοώ. Ας δούμε λοιπόν τα πράγματα και από μια άλλη οπτική γωνία: “Οταν πρωτοπήγα στη Γερμανία, μια μέρα συνειδητοποίησα ότι είχα μόνο πενηντάευρο για να πάω για μερικά ψιλοπράγματα στο σούπερ μάρκετ, και απευθύνθηκα στον Γερμανό σύντροφό μου τρομοκρατημένη: τι κάνω τώρα; Είχα τόσο αγχωθεί με την προοπτική του βρισίματος, που η ήρεμη απάντησή του ότι δεν πειράζει καθόλου, με εντυπωσίασε και με ιντρίγκαρε. Αποφάσισα να κάνω το πείραμα που πολλές φορές έχω επαναλάβει από τότε: πενηντάευρο στο ταμείο, για δύο ψιλοπράγματα. Κανείς δε μου φώναξε. Ούτε μία φορά. Ούτε όταν δεν είχαν ρέστα. Κάποιες φορές με ρωτούν ευγενικά μήπως έχω κάποια κέρματα. Κάποιες άλλες φορές πηγαίνουν στα άλλα ταμεία, ψάχνοντας για τα κατάλληλα χαρτονομίσματα, που το δικό τους ταμείο μπορεί να μην έχει. Αλλά κανείς – μα κανείς – δεν ήταν τόσο αγενής, απαίδευτος, υπάνθρωπος ώστε να με βρίσει. Μετά από μερικά χρόνια παραμονής στη Γερμανία, έπιασα τον εαυτό μου να γίνεται ανυπόμονος και να κοιτάει το ρολόι, αν το λεωφορείο ή το τραμ είχε καθυστερήσει δύο ή τρία λεπτά από την προκαθορισμένη ώρα έλευσής του. Κάποιες φορές, περιμένοντας στο σταθμό του τρένου, όταν ανακοινωνόταν μια πεντάλεπτη ή δεκάλεπτη καθυστέρηση από τα μεγάφωνα, έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται «Τυπικό! Γερμανικά τρένα, σπάνια στην ώρα τους …» Και μετά η φωνή της λογικής με επανέφερε στην τάξη. Τι θα είχα να περιμένω στην Ελλάδα; Ένα πακτωμένο λεωφορείο που ίσως να έμπαινα μέσα, ίσως και να μην έμπαινα, και σε κάθε περίπτωση δε θα μπορούσα να κανονίσω ακριβή ραντεβού γιατί δεν θα ήξερα αν θα περίμενα δύο ή είκοσι λεπτά στη στάση. Καλές πιθανότητες να μη μπορώ να κατεβώ από το λεωφορείο σε ώρα αιχμής. Και τώρα που έχω παιδιά, με το καρότσι στα ελληνικά πεζοδρόμια; Το δοκίμασα μια φορά, και ευχαριστώ δε θα πάρω. Γιατί να πρέπει να βγάλω το βρέφος μου στο δρόμο; Κάποτε αναρωτιόμουν γιατί η Γερμανία έχει τόσο πολλούς περισσότερους αναπήρους από την Ελλάδα. Τους βλέπεις παντού, στο σούπερ μάρκετ, στην αγορά, να κυκλοφορούν. Μετά συνειδητοποίησα ότι η Γερμανία δεν έχει ποσοστικά περισσότερους αναπήρους, αλλά έχει πεζοδρόμια στα οποία μπορούν να κυκλοφορήσουν, δημόσια κτίρια στα οποία μπορούν να μπουν, πάρκα στα οποία έχουν πρόσβαση. Περπατήστε μια μέρα στην Εμμανουήλ Μπενάκη στο κέντρο της Αθήνας και θα δείτε τι εννοώ. Για τα ρουσφέτια, τις παρανομίες, τις αντιγραφές στα πανεπιστήμια, τις φοροδιαφυγές, τι να πω. Δεν θα το σχολιάσω καν. Τα πράγματα αυτά είναι ανήκουστα για τους περισσότερους Γερμανούς, όπως ήταν πάντα ανήκουστα για μένα. Γι” αυτό ήμουν πάντα η απροσάρμοστη. Γι” αυτό έπρεπε να φύγω από ένα σύστημα, μια νοοτροπία που με κατέπνιγε και θα με χαντάκωνε στο τέλος – κι εμένα και την υψηλή νοημοσύνη μου, και τα πολλά ταλέντα μου. Θα μου πείτε, δε σου λείπει η Ελλάδα; Ναι, κάποια πράγματα μου λείπουν. Η αυθεντική φέτα. Η παραλία, τα καλοκαίρια. Το σουβλάκι. Κάποιοι – λίγοι και εκλεκτοί – φίλοι, όσοι δηλαδή δεν έχουν κι αυτοί προ πολλού μετοικήσει σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Το φαγητό δε μου λείπει, γιατί μια χαρά μπορώ να μαγειρεύω όλα τα παραδοσιακά φαγητά μόνη μου. Ούτε μου λείπει η νοοτροπία, αυτή που διαπερνάει όλους τους τομείς της ζωής, από τα χαμηλότερα έως τα υψηλότερα σκαλιά των ιεραρχιών, δε μου λείπει η σαθρότητα και η αδικία. Και να σας πω και κάτι άλλο: στη Γερμανία βρήκα για πρώτη φορά μετά από χρόνια πραγματικές τομάτες, σαν αυτές που έκοβα μικρή από το μποστάνι του θείου μου, γεμάτες άρωμα και γεύση. Όχι αυτά τα υπερφουσκωμένα άγευστα και νερουλά εκτρώματα του ελληνικού σούπερ μάρκετ και – συχνά – της ελληνικής λαϊκής. Στη Γερμανία ο αγρότης ακούει τις συμβουλές του γεωπόνου και δεν μαζεύει τα φρούτα δυο μέρες αφού έχει ραντίσει, γιατί «έλα μωρέ τι ξέρει αυτός, μόνο και μόνο επειδή έχει ένα χαρτί;». Στη Γερμανία πληρώνεις εισφορές και έχεις παροχές. Πας με την κάρτα υγείας σου σε όποιον γιατρό θέλεις, γεννάς σε όποιο νοσοκομείο θέλεις, και ο γιατρός δεν γνωρίζει τι είναι «φακελάκι». Αν του έλεγες να του δώσεις παραπάνω χρήματα, θα σου απαντούσε «περίμενε να φέρω το βιβλιαράκι να σου κόψω απόδειξη» – στην σπάνια περίπτωση που δε θα σε κοιτούσε σαν να ήσουν παράφρων. Στη Γερμανία ο υπάλληλος της καφετέριας δε σου μιλάει στον ενικό, δεν είστε φιλαράκια από το πρώτο λεπτό. Ξέρω ότι σε πολλούς αρέσει αυτή η νοοτροπία, αλλά αυτή η νοοτροπία φέρνει μαζί της σχόλια του τύπου «Γιατί να χάσω την ώρα μου να σου πω τις γεύσεις του παγωτού, αφού τελικά βανίλια θα πάρεις» – ναι, μου έχει συμβεί όταν ήμουν έφηβη, και ναι, ντρέπομαι να το ομολογήσω, έκανα μόκο και πήρα βανίλια καθώς ήμουν μικρό κορίτσι και οι αγενείς σερβιτόροι με τρομοκρατούσαν. Δε λέω ότι κανείς στη Γερμανία δεν είναι αγενής, κανείς δε φοροδιαφεύγει, δε λέω ότι είναι ο παράδεισος επί της γης. Για παράδειγμα, ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα της Γερμανίας είναι ο αντρικός σωβινισμός, που καλύπτεται κάτω από την ταμπέλα «παράδοση» και υπαγορεύει τη γυναίκα στο σπίτι με τα παιδιά. Το γνωρίζετε ότι μόνο 6% των γυναικών με δύο παιδιά στη Γερμανία δουλεύουν full-time; Είναι τραγικό, και οι προσπάθειες του Γερμανικού κράτους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα φέρνουν μικρά αποτελέσματα. Είναι κι αυτό θέμα νοοτροπίας, όπως όλα τα κακώς κείμενα της Ελλάδας είναι θέμα νοοτροπίας. Αλλά όταν πρωτοπάς στη Γερμανία, όταν βλέπεις αυτή τη ζωή που θα μπορούσες να έχεις, είναι πραγματικά σαν να είσαι στον παράδεισο. Δεν έχεις τις δεκάδες καθημερινές μικρές πηγές άγχους που έχεις στην Ελλάδα – Θα με βρίσουν στο ταμείο; Θα μπορέσω να μπω στο λεωφορείο; Θα βγάλω άκρη στη δημόσια υπηρεσία; Θα μπορέσω να περάσω το φανάρι χωρίς κάποιος να περάσει με κόκκινο και να με πατήσει; Η δημόσια υγεία, η ηρεμία, η αποκέντρωση, τα μεγάλα και φωτεινά διαμερίσματα, το πράσινο, τα πάρκα, ο χώρος, η τάξη και η ασφάλεια – πράγματα εξωγήινα για εμάς τους Έλληνες, πρέπει να τα δεις για να τα πιστέψεις. Οι δημόσιες υπηρεσίες, είτε γεμάτες με πολίτες σε αναμονή είτε άδειες, ανάλογα με τον πληθυσμό της κάθε πόλης, ωστόσο πάντα με υπαλλήλους που σε βοηθούν όπως μπορούν να βγάλεις άκρη και δε σε στέλνουν σαν μπαλάκι του πιγκ-πογκ από τον έναν στον άλλο, για να σου πουν στο τέλος ότι πρέπει να έχεις εκείνο το ακριβές έγγραφο και αλλιώς δεν θα γίνει η δουλειά σου. Ναι, και η γραφειοκρατία μπορεί να είναι ευέλικτη. Αλλά και να πας και στη μπυραρία μπορείς, να κατεβάσεις μπύρες μέχρι αργά τη νύχτα με τους φίλους σου, να πας και στο κλαμπ μέχρι το πρωί αν θέλεις – για όσους πουν ότι οι Γερμανοί είναι βαρετοί και δε διασκεδάζουν. Αλλά φυσικά δεν θα πας στα μπουζούκια μέχρι τις 5 το πρωί, ξοδεύοντας χρήματα που δεν έχεις, χρωστώντας σε δεκαπέντε πιστωτικές κάρτες, και κρύβοντας ό,τι μπορείς από την εφορία, ενώ είσαι ήδη υπεράριθμος στην δημοσιοϋπαλληλική θέση που πήρες με ρουσφέτι. Αν αυτή είναι η ζωή που επιθυμείς, τότε μείνε στην Ελλάδα, μη αλλάζοντας τον τρόπο ζωής σου, και συνέχισε να κατηγορείς τους Γερμανούς για όλα τα κακά της μοίρας σου, που επί τουλάχιστον 30 χρόνια χωρίς να το συνειδητοποιείς ρίχνεις ο ίδιος στο κεφάλι σου. Ιωάννα Υποσημείωση: έχω έναν Γερμανό συνάδελφο που δούλεψε επί 2 χρόνια στην Ελλάδα. Μου είπε μια φορά: «Νόμιζα ότι στη Γερμανία η γραφειοκρατία ήταν χαοτική και ότι οι τράπεζες ήταν ανοργάνωτες. Μετά έζησα στην Ελλάδα, και τώρα δε θα ξαναπαραπονεθώ ποτέ.»
Όταν μπήκα στην εφηβεία και άρχισα να αλληλεπιδρώ με τον κόσμο γύρω μου χωρίς την προστασία των γονιών μου, άρχισαν παράξενα πράγματα να συμβαίνουν. Θα σας δώσω τρία παραδείγματα: Μια φορά πήγα στο περίπτερο να αγοράσω ένα παγωτό, έχοντας μόνο ένα πεντοχίλιαρο (ελπίζω το αναγνωστικό κοινό να τα θυμάται τα πεντοχίλιαρα…). Ο περιπτεράς μου έδωσε το παγωτό, αφού με έβρισε πατοκορφιστί, ένα νέο και μικρόσωμο κορίτσι. «Δεν ντρεπόμαστε λίγο» – κάποια από τα πιο ήπια λόγια του – «να πηγαίνουμε με τα πεντοχίλιαρα να αγοράζουμε ένα παγωτό των τετρακοσίων δραχμών!» Δεν αντέδρασα, όπως γενικά δεν αντιδρώ σε τέτοιες καταστάσεις, γιατί με σοκάρουν και μου κόβεται η μιλιά. Ίσως τελικά να είμαι πολύ δειλή, ή ευαίσθητη. Το ίδιο μου συνέβαινε τακτικά όταν πήγαινα να αγοράσω εισιτήρια στα ταμεία του ΗΣΑΠ, έτσι ώστε έγινε ένας καθημερινός παράγοντας στρες στη ζωή μου. Ο πατέρας μου εντυπωσιαζόταν: «μα καλά εμένα ποτέ κανείς δε με έχει βρίσει». Ναι, αγαπητέ μπαμπά. Αλλά δεν είσαι ένα μικρόσωμο κορίτσι! Οι δειλοί άνθρωποι πάντα στους αδυνατότερούς τους προσπαθούν να δείξουν τη «δύναμή» τους. Όταν πήγαινα στο πανεπιστήμιο, τα λεωφορεία που μας έφερναν στην Πανεπιστημιούπολη ήταν πάντα γεμάτα ως το ταβάνι με φοιτητές στοιβαγμένους σαν σαρδέλες. Σαν να μην έφτανε αυτό, δεν ήξερες ποτέ αν και πότε το λεωοφορείο θα έρθει. Φυσικά ως βετεράνος είχα μάθει τις καλύτερες ώρες και τα καλύτερα λεωφορεία που θα μπορούσα να πάρω χωρίς να ποδοπατηθώ. Θυμηθείτε, μικρόσωμο κορίτσι – έχω χάσει την ανάσα μου πολλές φορές σε στοιβαγμένο λεωφορείο… Αλλά μια μέρα είπα να δοκιμάσω την τύχη μου με το λεωφορείο 250, που έκανε το γύρο της πανεπιστημιούπολης του Ζωγράφου. Πήγα μια στάση νωρίτερα από τον Ευαγγελισμό, για να μην συμπέσω με το φοιτητομάνι που ανέβαινε στην επόμενη στάση. Πολλοί άλλοι φυσικά ήξεραν αυτό το κόλπο. Περίμενα, και περίμενα, και περίμενα, μαζί με όλους τους υπόλοιπους. Έρχεται ένα λεωφορείο, στοιβάζεται το φοιτητομάνι. Τόσοι πολλοί μπήκαν μέσα, που ένα σακίδιο έμεινε να κρέμεται έξω από την κλειστή πόρτα. Και μετά πάλι περίμενε. Μετά από ώρα έρχεται άλλο λεωφορείο. Τα ίδια, πού να μπεις – και να θέλεις πρέπει να έχεις κάνει προπόνηση σε χέβι μέταλ συναυλία για να επιβιώσεις. Και πάλι απ΄έξω. Στο τρίτο λεωφορείο που δεν μπόρεσα να μπω, έπαθα κρίση νεύρων. Δεν πληρώνω τα εισιτήριά μου; Δεν πληρώνουν οι γονείς μου διπλούς και τριπλούς φόρους; Ο πατέρας μου για το μαγαζί του πληρώνει φόρο ιδιοκτησίας, και επιπλέον, επειδή κατά τη νομοθεσία πληρώνει νοίκι στον εαυτό του, πρέπει να πληρώνει φόρο για το νοίκι που λαμβάνει. Με όλους αυτούς τους φόρους και παραφόρους και τα εισιτήρια και όλα αυτά που πληρώνουμε, γιατί να μην μπορώ να πάω στο μάθημά μου; Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι αυτό το απλό πράγμα, που οποιοσδήποτε φοιτητής στον κόσμο μπορεί να θεωρεί δεδομένο; Στο πρώτο εξάμηνο στο πανεπιστήμιο δεν τα πήγαινα και πολύ καλά. Το στρες των εισαγωγικών εξετάσεων και η σχεδόν απάνθρωπη τακτική των δασκάλων στο φροντιστήριο («άσχετοι! χαζοί! δεν θα περάσετε ποτέ!») με είχαν επηρεάσει φαίνεται, έτσι ευαίσθητη που είμαι, με λεπτό πετσί. Αλλά έδωσα στην πρώτη εξεταστική μερικά μαθήματα, στα οποία δεν πήγα και τόσο καλά όσο ήθελα. Τότε είχαμε μια στενή οικογενειακή φιλία με τον νομικό σύμβουλο του Πανεπιστημίου Αθηνών, έναν αξιόλογο άνθρωπο του πνεύματος, τον οποίο επισκεπτόμουν πού και πού στο γραφείο του. Μία από εκείνες τις ημέρες, κατεβαίνοντας από τη σχολή μετά από την εξέταση σε ένα μάθημα, είπα να περάσω να τον χαιρετήσω. «Πώς πήγαν οι εξετάσεις», με ρωτάει.» Όχι και τόσο καλά», του απαντάω. «Γιατί;» με ρωτάει. «Ε, δεν είχα προετοιμαστεί και τόσο καλά», του απαντάω. Τότε εκείνος βάζει το χέρι στο τηλέφωνο. «Πες μου το όνομα του καθηγητή και θα το κανονίσω», μου λέει.»Όχι», του λέω. «Έλα βρε πες μου το όνομά του, τι σε νοιάζει εγώ είμαι εδώ», συνεχίζει. Εξακολουθώ να αρνούμαι, και εξακολουθεί να με πιέζει. Θα καταλάβατε μέχρι τώρα ότι στα νιάτα μου δεν τα κατάφερνα και πολύ καλά υπό πίεση. Κάποια στιγμή η αδικία αρχίζει να με πνίγει. Γιατί δε με αφήνει ήσυχη, να πάρω το δρόμο μου όπως εγώ το θέλω; Τα δάκρυα μου έρχονται στα μάτια, και για κακή μου τύχη δεν μπορώ να τα συγκρατήσω πριν φύγω τρέχοντας σχεδόν από το γραφείο του. Με ακολούθησε, με καθησύχασε ότι δεν θα τηλεφωνήσει στον καθηγητή, με αγκάλιασε και μου είπε: «Αυτό ήταν το πιο ωραίο δάκρυ που έχω δει ποτέ μου». Την ιστορία τη διηγούμαι και δακρύζω ακόμα και σήμερα, πάνω από μια δεκαετία αργότερα. Αυτός ο υπέροχος άνθρωπος δεν είναι πια στη ζωή. Όποιος δεν έχει κοντέψει να χάσει τις εξετάσεις του επειδή έχει κλείσει η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας για να περάσει κάποιος «επίσημος» με τη λιμουζίνα, ίσως δεν μπορεί να καταλάβει τι εννοώ. Όποιος δεν έχει καθήσει σε αμφιθέατρο όντας η μόνη ψυχή που δεν αντιγράφει – δεν καταδέχεται να αντιγράψει – δεν ξέρει τι εννοώ. Όποιος δεν έχει απηυδύσει με τις φοιτητικές παρατάξεις, που αν είχαν κάποια χρησιμότητα κάποτε τώρα μόνο το πανεπιστημιακό έργο κωλύουν, δεν μπορεί να συλλάβει τι θέλω να πω. Όποιος δεν έχει προσπαθήσει πάντα να είναι ευγενικός, μόνο για να αντιμετωπίσει κακή παιδεία, αναίδεια και βρισιές, τότε σίγουρα δε μπορεί να με νιώσει. Όποιος δεν θέλησε πάντα να στηριχτεί στις δυνάμεις του, στο μυαλό του, και όπου φτάσει, ας μην είναι και πολύ ψηλά αυτό το «όπου», δεν πρόκειται να πιάσει το νόημα των γραφόμενών μου. Όποιος, τέλος, δεν έχει αισθανθεί την ανάγκη να πει «ΟΧΙ», όχι ρε γαμώτο, δεν θέλω το ρουσφέτι σου, δεν θέλω τη βοήθειά σου, δεν θέλω να φοροδιαφύγω, δεν θέλω να είμαι άλλος ένας φταίχτης, δεν μπορεί καν να διανοηθεί τι εννοώ. Ας δούμε λοιπόν τα πράγματα και από μια άλλη οπτική γωνία: “Οταν πρωτοπήγα στη Γερμανία, μια μέρα συνειδητοποίησα ότι είχα μόνο πενηντάευρο για να πάω για μερικά ψιλοπράγματα στο σούπερ μάρκετ, και απευθύνθηκα στον Γερμανό σύντροφό μου τρομοκρατημένη: τι κάνω τώρα; Είχα τόσο αγχωθεί με την προοπτική του βρισίματος, που η ήρεμη απάντησή του ότι δεν πειράζει καθόλου, με εντυπωσίασε και με ιντρίγκαρε. Αποφάσισα να κάνω το πείραμα που πολλές φορές έχω επαναλάβει από τότε: πενηντάευρο στο ταμείο, για δύο ψιλοπράγματα. Κανείς δε μου φώναξε. Ούτε μία φορά. Ούτε όταν δεν είχαν ρέστα. Κάποιες φορές με ρωτούν ευγενικά μήπως έχω κάποια κέρματα. Κάποιες άλλες φορές πηγαίνουν στα άλλα ταμεία, ψάχνοντας για τα κατάλληλα χαρτονομίσματα, που το δικό τους ταμείο μπορεί να μην έχει. Αλλά κανείς – μα κανείς – δεν ήταν τόσο αγενής, απαίδευτος, υπάνθρωπος ώστε να με βρίσει. Μετά από μερικά χρόνια παραμονής στη Γερμανία, έπιασα τον εαυτό μου να γίνεται ανυπόμονος και να κοιτάει το ρολόι, αν το λεωφορείο ή το τραμ είχε καθυστερήσει δύο ή τρία λεπτά από την προκαθορισμένη ώρα έλευσής του. Κάποιες φορές, περιμένοντας στο σταθμό του τρένου, όταν ανακοινωνόταν μια πεντάλεπτη ή δεκάλεπτη καθυστέρηση από τα μεγάφωνα, έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται «Τυπικό! Γερμανικά τρένα, σπάνια στην ώρα τους …» Και μετά η φωνή της λογικής με επανέφερε στην τάξη. Τι θα είχα να περιμένω στην Ελλάδα; Ένα πακτωμένο λεωφορείο που ίσως να έμπαινα μέσα, ίσως και να μην έμπαινα, και σε κάθε περίπτωση δε θα μπορούσα να κανονίσω ακριβή ραντεβού γιατί δεν θα ήξερα αν θα περίμενα δύο ή είκοσι λεπτά στη στάση. Καλές πιθανότητες να μη μπορώ να κατεβώ από το λεωφορείο σε ώρα αιχμής. Και τώρα που έχω παιδιά, με το καρότσι στα ελληνικά πεζοδρόμια; Το δοκίμασα μια φορά, και ευχαριστώ δε θα πάρω. Γιατί να πρέπει να βγάλω το βρέφος μου στο δρόμο; Κάποτε αναρωτιόμουν γιατί η Γερμανία έχει τόσο πολλούς περισσότερους αναπήρους από την Ελλάδα. Τους βλέπεις παντού, στο σούπερ μάρκετ, στην αγορά, να κυκλοφορούν. Μετά συνειδητοποίησα ότι η Γερμανία δεν έχει ποσοστικά περισσότερους αναπήρους, αλλά έχει πεζοδρόμια στα οποία μπορούν να κυκλοφορήσουν, δημόσια κτίρια στα οποία μπορούν να μπουν, πάρκα στα οποία έχουν πρόσβαση. Περπατήστε μια μέρα στην Εμμανουήλ Μπενάκη στο κέντρο της Αθήνας και θα δείτε τι εννοώ. Για τα ρουσφέτια, τις παρανομίες, τις αντιγραφές στα πανεπιστήμια, τις φοροδιαφυγές, τι να πω. Δεν θα το σχολιάσω καν. Τα πράγματα αυτά είναι ανήκουστα για τους περισσότερους Γερμανούς, όπως ήταν πάντα ανήκουστα για μένα. Γι” αυτό ήμουν πάντα η απροσάρμοστη. Γι” αυτό έπρεπε να φύγω από ένα σύστημα, μια νοοτροπία που με κατέπνιγε και θα με χαντάκωνε στο τέλος – κι εμένα και την υψηλή νοημοσύνη μου, και τα πολλά ταλέντα μου. Θα μου πείτε, δε σου λείπει η Ελλάδα; Ναι, κάποια πράγματα μου λείπουν. Η αυθεντική φέτα. Η παραλία, τα καλοκαίρια. Το σουβλάκι. Κάποιοι – λίγοι και εκλεκτοί – φίλοι, όσοι δηλαδή δεν έχουν κι αυτοί προ πολλού μετοικήσει σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Το φαγητό δε μου λείπει, γιατί μια χαρά μπορώ να μαγειρεύω όλα τα παραδοσιακά φαγητά μόνη μου. Ούτε μου λείπει η νοοτροπία, αυτή που διαπερνάει όλους τους τομείς της ζωής, από τα χαμηλότερα έως τα υψηλότερα σκαλιά των ιεραρχιών, δε μου λείπει η σαθρότητα και η αδικία. Και να σας πω και κάτι άλλο: στη Γερμανία βρήκα για πρώτη φορά μετά από χρόνια πραγματικές τομάτες, σαν αυτές που έκοβα μικρή από το μποστάνι του θείου μου, γεμάτες άρωμα και γεύση. Όχι αυτά τα υπερφουσκωμένα άγευστα και νερουλά εκτρώματα του ελληνικού σούπερ μάρκετ και – συχνά – της ελληνικής λαϊκής. Στη Γερμανία ο αγρότης ακούει τις συμβουλές του γεωπόνου και δεν μαζεύει τα φρούτα δυο μέρες αφού έχει ραντίσει, γιατί «έλα μωρέ τι ξέρει αυτός, μόνο και μόνο επειδή έχει ένα χαρτί;». Στη Γερμανία πληρώνεις εισφορές και έχεις παροχές. Πας με την κάρτα υγείας σου σε όποιον γιατρό θέλεις, γεννάς σε όποιο νοσοκομείο θέλεις, και ο γιατρός δεν γνωρίζει τι είναι «φακελάκι». Αν του έλεγες να του δώσεις παραπάνω χρήματα, θα σου απαντούσε «περίμενε να φέρω το βιβλιαράκι να σου κόψω απόδειξη» – στην σπάνια περίπτωση που δε θα σε κοιτούσε σαν να ήσουν παράφρων. Στη Γερμανία ο υπάλληλος της καφετέριας δε σου μιλάει στον ενικό, δεν είστε φιλαράκια από το πρώτο λεπτό. Ξέρω ότι σε πολλούς αρέσει αυτή η νοοτροπία, αλλά αυτή η νοοτροπία φέρνει μαζί της σχόλια του τύπου «Γιατί να χάσω την ώρα μου να σου πω τις γεύσεις του παγωτού, αφού τελικά βανίλια θα πάρεις» – ναι, μου έχει συμβεί όταν ήμουν έφηβη, και ναι, ντρέπομαι να το ομολογήσω, έκανα μόκο και πήρα βανίλια καθώς ήμουν μικρό κορίτσι και οι αγενείς σερβιτόροι με τρομοκρατούσαν. Δε λέω ότι κανείς στη Γερμανία δεν είναι αγενής, κανείς δε φοροδιαφεύγει, δε λέω ότι είναι ο παράδεισος επί της γης. Για παράδειγμα, ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα της Γερμανίας είναι ο αντρικός σωβινισμός, που καλύπτεται κάτω από την ταμπέλα «παράδοση» και υπαγορεύει τη γυναίκα στο σπίτι με τα παιδιά. Το γνωρίζετε ότι μόνο 6% των γυναικών με δύο παιδιά στη Γερμανία δουλεύουν full-time; Είναι τραγικό, και οι προσπάθειες του Γερμανικού κράτους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα φέρνουν μικρά αποτελέσματα. Είναι κι αυτό θέμα νοοτροπίας, όπως όλα τα κακώς κείμενα της Ελλάδας είναι θέμα νοοτροπίας. Αλλά όταν πρωτοπάς στη Γερμανία, όταν βλέπεις αυτή τη ζωή που θα μπορούσες να έχεις, είναι πραγματικά σαν να είσαι στον παράδεισο. Δεν έχεις τις δεκάδες καθημερινές μικρές πηγές άγχους που έχεις στην Ελλάδα – Θα με βρίσουν στο ταμείο; Θα μπορέσω να μπω στο λεωφορείο; Θα βγάλω άκρη στη δημόσια υπηρεσία; Θα μπορέσω να περάσω το φανάρι χωρίς κάποιος να περάσει με κόκκινο και να με πατήσει; Η δημόσια υγεία, η ηρεμία, η αποκέντρωση, τα μεγάλα και φωτεινά διαμερίσματα, το πράσινο, τα πάρκα, ο χώρος, η τάξη και η ασφάλεια – πράγματα εξωγήινα για εμάς τους Έλληνες, πρέπει να τα δεις για να τα πιστέψεις. Οι δημόσιες υπηρεσίες, είτε γεμάτες με πολίτες σε αναμονή είτε άδειες, ανάλογα με τον πληθυσμό της κάθε πόλης, ωστόσο πάντα με υπαλλήλους που σε βοηθούν όπως μπορούν να βγάλεις άκρη και δε σε στέλνουν σαν μπαλάκι του πιγκ-πογκ από τον έναν στον άλλο, για να σου πουν στο τέλος ότι πρέπει να έχεις εκείνο το ακριβές έγγραφο και αλλιώς δεν θα γίνει η δουλειά σου. Ναι, και η γραφειοκρατία μπορεί να είναι ευέλικτη. Αλλά και να πας και στη μπυραρία μπορείς, να κατεβάσεις μπύρες μέχρι αργά τη νύχτα με τους φίλους σου, να πας και στο κλαμπ μέχρι το πρωί αν θέλεις – για όσους πουν ότι οι Γερμανοί είναι βαρετοί και δε διασκεδάζουν. Αλλά φυσικά δεν θα πας στα μπουζούκια μέχρι τις 5 το πρωί, ξοδεύοντας χρήματα που δεν έχεις, χρωστώντας σε δεκαπέντε πιστωτικές κάρτες, και κρύβοντας ό,τι μπορείς από την εφορία, ενώ είσαι ήδη υπεράριθμος στην δημοσιοϋπαλληλική θέση που πήρες με ρουσφέτι. Αν αυτή είναι η ζωή που επιθυμείς, τότε μείνε στην Ελλάδα, μη αλλάζοντας τον τρόπο ζωής σου, και συνέχισε να κατηγορείς τους Γερμανούς για όλα τα κακά της μοίρας σου, που επί τουλάχιστον 30 χρόνια χωρίς να το συνειδητοποιείς ρίχνεις ο ίδιος στο κεφάλι σου. Ιωάννα Υποσημείωση: έχω έναν Γερμανό συνάδελφο που δούλεψε επί 2 χρόνια στην Ελλάδα. Μου είπε μια φορά: «Νόμιζα ότι στη Γερμανία η γραφειοκρατία ήταν χαοτική και ότι οι τράπεζες ήταν ανοργάνωτες. Μετά έζησα στην Ελλάδα, και τώρα δε θα ξαναπαραπονεθώ ποτέ.»
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)