Σε μια κατάμεστη αίθουσα στην Τεχνόπολη, και με πλήθος κόσμου να παρακολουθεί από βιντεοπροτζέκτορα εκτός αμιφιθεάτρου, έγινε το βράδυ του Σαββάτου η κεντρική εκδήλωση των νέων ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς για την 40ή επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου με τίτλο: «Μια θεωρία για την εξουσία της απογύμνωσης και της ανατροπής»:
Οι νέοι και οι νέες του ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς διοργάνωσαν την εκδήλωση με ομιλητή τον Ιταλό φιλόσοφο και συγγραφέα των Ηomo Sacer και Κατάσταση Εξαίρεσης Τζόρτζιο Αγκάμπεν.
Σαράντα χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν μίλησε για την εξουσία της απογύμνωσης και της ανατροπής.
Χαιρετισμό απηύθυναν ο Μιχάλης Κατερίνης - Λινάρδος, εκ μέρους των νέων ΣΥΡΙΖΑ, και ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς Αριστείδης Μπαλτάς.
Τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν προλόγισε η Αθηνά Αθανασίου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.
Πρισσότερες φωτογραφίες εδώ.
* Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν ζήτησε να μη δημοσιοποιηθεί βίντεο από την ομιλία του.
__________________________________________________________________________
Στην εκδήλωση απηύθυνε χαιρετισμό ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας:
«Να σπάσουμε το καθεστώς της εξαίρεσης, να ξαναστήσουμε την κοινωνία στα πόδια της»
Δείτε το βίντεο με την ομιλία:
Συντρόφισσες και Σύντροφοι γεια σας,
Κλείνουν φέτος 40 χρόνια από τότε που κάποιοι ταραξίες, κάποιοι υπονομευτές της κοινωνικής ειρήνης, κατέλαβαν ένα δημόσιο κτίριο στη καρδιά της Πρωτεύουσας, το Πολυτεχνείο και παρεμπόδισαν την εκπαιδευτική διαδικασία.
Έκλεισαν την κυκλοφορία στην Πατησίων προκαλώντας αναστάτωση στο κέντρο της πόλης.
Προκάλεσαν σοβαρές ταραχές με στόχο την κοινωνική εκτροπή.
Και δε συμμορφώθηκαν παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις των αρχών να σεβαστούν τη νομιμότητα, να εκκενώσουν το κτίριo, να αποκατασταθεί η εκπαιδευτική λειτουργία, ώστε να σταματήσουν να στερούν το δικαίωμα στους εκατοντάδες συμφοιτητές τους που επιθυμούσαν να κάνουν μάθημα, να προσέλθουν στις αίθουσες διδασκαλίας.
Αυτά δεν είναι αστεία.
Δε ξέρω αν σας θυμίζουν κάτι αλλά ειπώθηκαν από τα σοβαρά στόματα της εποχής εκείνης.
Και είμαι σίγουρος πως αν υπήρχαν και άλλα μεγάλα κανάλια πέραν της ΥΕΝΕΔ, θα έλεγαν τα ίδια.
Ίσως να σκηνοθετούσαν και συνεντεύξεις των αγανακτισμένων φοιτητών που δεν τους αφήναν οι καταληψίες να μπουν στις αίθουσες.
Διότι έτσι πράττουν συνήθως οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, που ειλικρινά ανησυχούν για την ομαλότητα. Την σταθερότητα. Την εθνική ομοψυχία. Το καλό του τόπου.
Όμως, η μεγάλη αντίφαση είναι ότι το Πολυτεχνείο δικαιώθηκε ιστορικά.
Η πραγματική γιορτή της μεταπολίτευσης είναι η 17η Νοέμβρη και όχι το γκαλά της 24ης Ιουλίου που θεσμοθετήθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο, μέχρι να καταργηθεί κι αυτό τις μέρες της κρίσης.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου αναγνωρίστηκε ως η κορυφαία στιγμή του αντιδικτατορικού αγώνα.
Αναγνωρίστηκε ακόμα και από αυτούς που απείχαν από κάθε μορφή αντιδικτατορικού αγώνα. Αλλά χρειάστηκε να συμβαδίσουν με το δημοκρατικό μεταπολιτευτικό πνεύμα.
Πολλοί θα ήθελαν να ξεμπερδέψουν με το Πολυτεχνείο.
Να δουν την επέτειο να εκφυλλίζεται με τον χρόνο σε μια τυπική γιορτή, διεκπεραιώσιμη σε μια ωρίτσα τα πολύ.
Άντε λίγα λουλούδια, κανένα τραγούδι του Θεοδωράκη και του χρόνου πάλι. .
Όμως σε πείσμα των καιρών που πέρασαν, σε πείσμα του πολυδιαφημισμένου «τέλους της ιστορίας» και της θριαμβευτικής νίκης των αγορών, σε πείσμα όλων αυτών που καταριόνται την μεταπολίτευση, την αριστερά, και τα κοινωνικά κινήματα, το Πολυτεχνείο είναι εδώ.
Και καταφέρνει εδώ και 40 χρόνια να μπολιάζει με το νόημα του κάθε κοινωνικό αγώνα από τότε μέχρι σήμερα.
Καταφέρνει περνώντας από γενιά σε γενιά, να επιβιώνει στη συνείδηση νέων ανθρώπων, αυτών που το 1973 δεν υπήρχαν ούτε καν ως σκέψη στα μυαλά των γονιών τους.
Σήμερα το Πολυτεχνείο είναι πιο ζωντανό από ποτέ για έναν παραπάνω λόγο.
Γιατί ποτέ τα τελευταία 40 χρόνια, το έλλειμμα δημοκρατίας και αξιοπρέπειας δεν θύμιζε τόσο πολύ εκείνες τις εποχές.
Και επειδή το κεντρικό πρόσωπο της αποψινής εκδήλωσης είναι ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, ένας εξαιρετικός ριζοσπάστης φιλόσοφος και θεωρητικός, θα δανειστώ κάτι από τις δικές του επεξεργασίες.
Και θα πω ότι το νόημα και η αγωνιστική παρακαταθήκη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι ξανά εδώ, για να αναμετρηθεί με το καθεστώς που ο Αγκάμπεν έχει προσδιορίσει ως «κατάσταση της εξαίρεσης».
Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα για την «κατάσταση της εξαίρεσης» από την Ελλάδα της κρίσης και των Μνημονίων.
Εδώ και τρία χρόνια είμαστε αντιμέτωποι με μια κρίση που προκλήθηκε μεθοδευμένα προκειμένου να δοκιμαστεί στην Ελλάδα η κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους και της αγοράς εργασίας.
Η κρίση αυτή έχει τρομακτικές επιπτώσεις στην κοινωνία. Και εν ονόματι των επιπτώσεων αυτών, ο λαός καλείται να συναινεί διαρκώς σε μια πολιτική η οποία βαθαίνει την κρίση ολοένα και περισσότερο.
Αυτό ακριβώς είναι η «κατάσταση της εξαίρεσης».
Μια κατάσταση όπου για να αντιμετωπιστεί η κρίση εξαπλώνεται η ανεργία.
Και κατόπιν για να αντιμετωπιστεί η ανεργία, καλούμαστε να συναινέσουμε στην καταστροφή των εργασιακών σχέσεων.
Μια κατάσταση όπου για να μειωθεί το χρέος λεηλατούνται τα ασφαλιστικά ταμεία και τα πανεπιστήμια.
Και κατόπιν με δικαιολογία την κακή οικονομική τους κατάσταση καλούμαστε να συναινέσουμε στην οριστική τους κατεδάφιση.
Μια κατάσταση όπου ο κόσμος καλείται να πληρώσει τον έναν φόρο πάνω στο άλλον.
Και αν δεν έχει εισόδημα να φορολογηθεί, του παίρνουν και το σπίτι.
Τέλος μια κατάσταση χωρίς διέξοδο, αφού παρ όλα αυτά, το χρέος της χώρας μεγαλώνει συνεχώς και η ύφεση είναι απολύτως ανεξέλεγκτη. .
Ακόμα πιο απειλητικό είναι το πρόβλημα σε επίπεδο θεσμών.
Αν η «κατάσταση της εξαίρεσης» δεν συμβιβάζεται με τη δημοκρατία, τόσο το χειρότερο για τη δημοκρατία.
Αν η «κατάσταση της εξαίρεσης» δεν συμβιβάζεται με τα δικαιώματα, τόσο το χειρότερο για τα δικαιώματα.
Αν η «κατάσταση της εξαίρεσης» δεν συμβιβάζεται με την ομαλή κοινοβουλευτική λειτουργία, τόσο το χειρότερο για την ομαλή κοινοβουλευτική λειτουργία.
Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις στην «κατάσταση της εξαίρεσης».
Από την «κατάσταση της εξαίρεσης», εξαιρούνται κάποιοι καναλάρχες, κάποιοι πλούσιοι φίλοι της κυβέρνησης, κάποιοι τραπεζίτες, κάποιοι διακινητές μαύρου πολιτικού χρήματος.
Γι αυτούς δεν υπάρχει καμία κατάσταση εξαίρεσης. Το σύστημα λειτουργεί κανονικά, όπως εδώ και δεκαετίες.
Εδώ λοιπόν έρχεται ολοζώντανο, μετά από 40 χρόνια, το Πολυτεχνείο και μας δείχνει έναν άλλο δρόμο.
Τον δρόμο για να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της κρίσης και να διεκδικήσουμε το αυτονόητο: μια χώρα όπου θα λειτουργεί κανονικά το πανεπιστήμιο, τα σχολεία και τα νοσοκομεία.
Μια χώρα που οι νέοι δεν θα αναγκάζονται να μεταναστεύσουν ρίχνοντας μαύρη πέτρα.
Μια χώρα στην οποία δεν θα είναι κάθε αγαθό εμπόρευμα και κέρδος για κάποιους λίγους.
Μια χώρα που θα παρέχει σε κάθε νέο άνθρωπο τη δυνατότητα να αυτονομηθεί και να φτιάξει μια δική του ζωή.
Αυτό το αυτονόητο δεν πρόκειται κανείς να μας το χαρίσει.
Δεν θα μπει καν σε συζήτηση, αν η κοινωνία βουλιάζει στην παθητικότητα και τον φόβο.
Το μέλλον αλλάζει με αγώνα. Και ο αγώνας χρειάζεται ενότητα, αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση.
Από αυτά τα υλικά φτιάχτηκε η εξέγερση του 73. Όταν η νεολαία όρθωσε το ανάστημά της απέναντι στην χούντα και κατάφερε ένα χτύπημα που αποδείχτηκε συντριπτικό.
Το αίτημα του ‘73 για Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία, είναι το ίδιο αίτημα του σήμερα για Δημοκρατία, Ζωή και Αξιοπρέπεια.
Σήμερα δεν χρειάζεται καν να αναρωτηθούμε αν το μήνυμα του Πολυτεχνείου είναι ζωντανό και αν συνδέεται με τα σημερινά επίδικα.
Το Πολυτεχνείο είναι εκεί και μας φωνάζει από μόνο του.
…να σπάσουμε την πολιτική της κοινωνικής καταστροφής.
..να οργανώσουμε την κοινωνία στην βάση της αλληλεγγύης και της κοινωνικής αντίστασης.
…να πολεμήσουμε τον φασισμό.
…να υπερασπιστούμε την Δημοκρατία.
Να σπάσουμε το καθεστώς της εξαίρεσης και να ξαναστήσουμε την κοινωνία στα πόδια της.
Ας θυμόμαστε πάντα: Χαμένοι αγώνες είναι μονάχα αυτοί που δεν δόθηκαν ποτέ.
___________________________________________
Ανακοίνωση των Νέων ΣΥΡΙΖΑ για τα σαράντα χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου
"Απαιτούμε η νεολαία του ΠΑΣΟΚ να παραδώσει τη σημαία του Πολυτεχνείου στο ΕΜΠ"
Σαράντα χρόνια μετά το Νοέμβρη του 1973, η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν επιστρέφει πλέον ως απλή μνήμη, αλλά βιώνεται ως πραγματικότητα μέσα από τον απεργιακό αγώνα των διοικητικών υπαλλήλων των Πανεπιστημίων, μέσα από τον αγώνα των εργαζομένων της ΕΡΤ, μέσα από τους αγώνες των μαθητών και των φοιτητών και όλων των πληττόμενων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας.
Μπροστά στις απολύσεις και τις διαθεσιμότητες, μπροστά στη διάλυση του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου, μπροστά στο πραξικοπηματικό σφράγισμα της ΕΡΤ τα ξημερώματα της 7ης Νοέμβρη, μπροστά στην φασιστική απειλή και την εξαθλίωση μιας ολόκληρης κοινωνίας ο φετινός εορτασμός του Πολυτεχνείου συμπυκνώνει έναν συνολικό αγώνα για την ανατροπή αυτής της αυταρχικής και αντιδημοκρατικής κυβέρνησης, για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών. Μια μάχη που δίνεται στο τώρα με πρωταγωνιστές τους απεργούς διοικητικούς υπαλλήλους που ετοιμάζονται να διανύσουν τη δέκατη εβδομάδα κινητοποιήσεων, τους εργαζομένους της ΕΡΤ που εκδιώχθηκαν βίαια από το ραδιομέγαρο της ΕΡΤ λίγες μέρες πριν και φυσικά τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, τους νέους και τις νέες που βλέπουν το παρόν και το μέλλον τους να καταστρέφεται.
Όλοι και όλες μαζί θα βρεθούμε τις επόμενες μέρες στο Πολυτεχνείο με στόχο να αποτελέσει όχι έναν απλό χώρο μνήμης, αλλά ένα χώρο αντίστασης στο σήμερα και να γίνει κέντρο αγώνα, σημείο συνάντησης, συσπείρωσης και συντονισμού όλων όσοι παλεύουν ενάντια στη μνημονιακή κυβέρνηση και το κλίμα τρομοκρατίας που προσπαθεί να επιβάλλει. Απεργοί, απολυμένοι και απολυμένες, εργαζόμενοι και εργαζόμενες στο σκληρό μνημονιακό καθεστώς, νέοι και νέες, κάνουμε το Πολυτεχνείο του 2013 κέντρο των δικών μας αγώνων, προπύργιο της διεκδίκησης ενός διαφορετικού μέλλοντος. Εμπνεόμαστε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ως κομμάτι ενός πολιτικού σχεδίου ανατροπής αυτής της κυβέρνησης μέσα από τους μαζικούς και μαχητικούς αγώνες του λαού και της νεολαίας.
Ξέρουμε πως το μέλλον που εμείς επιθυμούμε, όπως και η δημοκρατία την οποία συρρικνώνουν, δεν παραχωρείται από κανένα Σαμαρά ή Βενιζέλο. Μπορεί μόνο να κατακτηθεί μέσα από αγώνες όπως έγινε πριν από 40 χρόνια. Δεν απαιτούμε λοιπόν από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ να κατανοήσει ή να συμφωνήσει με τη λογική αυτή. Απαιτούμε όμως η νεολαία του ΠΑΣΟΚ να παραδώσει τη σημαία του Πολυτεχνείου στο ΕΜΠ, καθώς δεν είναι, ούτε ποτέ ήταν, ιδιοκτησία του πολιτικά ευτελισμένου αυτού χώρου.
Είναι ιδιαίτερη χαρά να υποδεχόμαστε στην Αθήνα έναν κορυφαίο εκπρόσωπο της ριζοσπαστικής πολιτικής θεωρίας του καιρού μας, τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν. Έναν διανοητή που το πολυσχιδές έργο του διατρέχει ένα ευρύτατο φάσμα πεδίων, από την πολιτική φιλοσοφία έως τη λογοτεχνική θεωρία, από τη φιλοσοφία της γλώσσας έως την αισθητική, και από τη φιλοσοφία της θρησκείας έως την κριτική νομική σκέψη. Έναν διανοητή του οποίου οι αξιοσημείωτες ιδέες, όπως η «κατάσταση εξαίρεσης», η «γυμνή ζωή», η «βεβήλωση», η «ελευσόμενη κοινότητα» και η «οποιαδήποτε μοναδικότητα» έχουν επιδράσει προκλητικά και ανανεωτικά στη σύγχρονη πολιτική σκέψη και πράξη, παράγοντας συνθήκες δυνατότητας για τη μεταξύ τους σύνθεση.
Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν ήταν μέχρι πρόσφατα καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας και κατέχει την Έδρα Σπινόζα στο European Graduate School στην Ελβετία. Έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια του κόσμου, όπως στο Διεθνές Κολέγιο της Φιλοσοφίας στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο της Βερόνας, στα Πανεπιστήμια Μπέρκλεϋ, New School for Social Research και Northwestern των Η.Π.Α. κ.ά. Υπήρξε για δεκαετίες ο επιμελητής της ιταλικής έκδοσης των Aπάντων του Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Διανοητικός συνοδοιπόρος του τελευταίου, όπως και των Μισέλ Φουκώ, Χάνα Άρεντ, Ζιλ Ντελέζ, Ζαν-Λυκ Νανσύ, αλλά και Αριστοτέλη, Κάφκα και Ντερριντά, έχει συγγράψει, μεταξύ άλλων, τα βιβλία που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά: Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (Scripta), Η κοινότητα που έρχεται (Ίνδικτος), Κατάσταση εξαίρεσης (Πατάκης), Βεβηλώσεις (Άγρα), Η μορφή της ζωής (Ελευθεριακή Κουλτούρα), Χρόνος και ιστορία (Ίνδικτος), καθώς και πολλά άλλα που δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, όπως: Remnants of Auschwitz: The Witness and the Archive, Means Without End, The Open: Man and Animal, The Sacrament of Language: An Archaeology of the Oath, The Kingdom and the Glory: For a Theological Genealogy of Economy and Government, The Highest Poverty: Monastic Rules and Forms-of-life, Potentialities, The Unspeakable Girl (με εικόνες της Monica Ferrando) και άλλα.
Για τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν, η κρίση είναι η θέση της κριτικής σκέψης. Η φιλοσοφική ποιητική του υπήρξε πάντα ευαίσθητη στα επείγοντα αιτήματα της πολιτικής στιγμής. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αποτελεί και μια κριτική του στιγμιαίου. Δεν υποτάσσεται στα κελεύσματα και στις κοινοτοπίες της συγκυρίας, αλλά επερωτά τις ιστορικές νόρμες που τη στοιχειοθετούν ή τη στοιχειώνουν.
Ειδικά σε αυτή την περίοδο της κρίσης, που είναι, εκτός των άλλων, ένα αυταρχικό καθεστώς χειραγώγησης του χρόνου στο όνομα μιας αξιωματικής υπερ-ιστορικής αλήθειας υπεράνω κριτικής, το έργο του Τζόρτζιο Αγκάμπεν μας βοηθά να στεκόμαστε κριτικά απέναντι στην κανονιστικότητα της εξαίρεσης. Φωτίζοντας τη σκοτεινή σχέση που συνδέει τη βία με το δίκαιο, καταδεικνύει την αναστολή του νόμου ως μηχανισμό που όχι μόνο καταλύει το όριο ανάμεσα στη δημοκρατία και τον απολυταρχισμό αλλά και που θέτει, ακριβώς σε αυτό το κατώφλι της απροσδιοριστίας, τους όρους και τα όρια του κανονικού. Το επίπλαστο κενό δικαίου της έκτακτης ανάγκης αποκτά ισχύ νόμου, μας λέει ο Αγκάμπεν. Η διαρκής προσωρινότητα αυτής της αναστολής καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την εφαρμογή του κανόνα, ρυθμίζει τον ορίζοντα του δυνατού, κλείνει το πεδίο του πολιτικού.
Ας αναλογιστούμε την καταστατική θέση που κατέχουν στη νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική, μαζί με την ανακατανομή κεφαλαίου και αγαθών, η κρατική αυθαιρεσία (ο «αυταρχικός κρατισμός», για να θυμηθούμε τον Νίκο Πουλαντζά) και η καταστολή της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Μαζί με τη φτώχεια και την αποστέρηση δημόσιων αγαθών, η εντατικοποίηση του κοινωνικού ελέγχου και τα «μέτρα ασφάλειας» και υγειονομικής περιχαράκωσης του ανήκειν. Απηχώντας τον Πουλαντζά, ο Αγκάμπεν ανιχνεύει την επεκτεινόμενη επικράτεια της εκτελεστικής εξουσίας, που οδηγεί στη συρρίκνωση της δημοκρατίας χάριν μιας εκτελεστικής διακυβέρνησης.
Η κυριαρχία της κρίσης με όρους κλινικής έκτακτης ανάγκης συγκαλύπτει και κανονικοποιεί τις εξουσιαστικές σχέσεις που οργανώνουν την κρίση ως τεχνική διακυβέρνησης. Ας θυμηθούμε τη βιοπολιτική φαντασίωση της υπουργού της κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας»: «Όποιος τραβήξει το καλώδιο της κυβέρνησης, θα σταματήσει το μηχάνημα αναπνοής της χώρας». Σε μια στιγμή εντατικοποίησης της κοινωνικής οδύνης, που το σύστημα δημόσιας υγείας συρρικνώνεται και η πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα περιορίζεται στους λίγους, ασφαλισμένους, εθνικούς πολίτες, η λογική και η λογιστική της κρίσης (με όλες τις ιατρικές και θεολογικές συνδηλώσεις της) γίνεται στρατηγική μιας φρονηματικής διακυβέρνησης.
Αυτή η κανονικοποιητική βία χαρακτηρίζει τη βιοπολιτική και τη θανατοπολιτική της κατάστασης εξαίρεσης, υπό το κράτος της οποίας το ερώτημα και η κυριαρχική απόφαση για το τι συνιστά βιώσιμη και αξιοβίωτη μορφή ζωής τίθεται εκ νέου, ξανά και ξανά, στην καρδιά του πολιτικού. Η παρατεταμένη και ατέρμονη κρίση είναι μηχανισμός εντατικοποίησης της εξουσίας πάνω στην πολιτικά απογυμνωμένη ζωή, δηλαδή τη ζωή εκείνη που απογυμνώνεται από κάθε πολιτική μορφή και που εκτίθεται στον θάνατο, ενώ ταυτόχρονα συνιστά την επικράτεια επί της οποίας η κυρίαρχη εξουσία ασκείται. Αυτή η ηθική, αισθηματική και φαντασιακή επένδυση στη βιοπολιτική της κρίσης μοιάζει να καταλύει κάθε απόπειρα να φανταστούμε και να επιθυμήσουμε διαφορετικά. Μοιάζει να επιζητεί να αποτρέψει κάθε εναλλακτικό όραμα, κριτήριο και αισθητήριο.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αυτή η πολιτικά απογυμνωμένη ζωή απογυμνώνει την εξουσία, αποκαλύπτοντας την πιο τρομαχτική καθαρότητά της. Καταδεικνύει, δηλαδή, ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Η κατάσταση εξαίρεσης συνδέεται όχι μόνο με την αυταρχία της εξουσίας αλλά και με το επιτακτικό δικαίωμα της αντίστασης. «Μόνο η ανθρώπινη δράση είναι σε θέση να διαρρήξει τη σχέση ανάμεσα στη βία και τον νόμο», μας λέει ο Αγκάμπεν. Αυτό είναι και το καίριο ερώτημα, που αφορά τις συνθήκες δυνατότητας για την ανάδυση ενός υποκειμένου της ιστορίας· τις συνθήκες δυνατότητας για ένα πολιτικό πράττειν σε συνθήκες κρίσης, δηλαδή σε συνθήκες που διαψεύδουν και υπονομεύουν το ίδιο το αίσθημα της δυνατότητας.
Τι μπορούμε να κάνουμε με ό,τι δεν έχουμε; Πώς παρεμβαίνουμε στην καταστροφή του καιρού μας; Πώς επερωτούμε τις ίδιες τις συνθήκες συγκρότησής μας ως υποκειμένων της κρίσης; Η απάντηση που απορρέει από την καθολική οριακότητα της εποχής της κρίσης είναι να οξύνουμε και να κινητοποιήσουμε τη συλλογική μας κρίση για να ενεργοποιήσουμε μια ριζική αναστροφή από τη νεο-ολιγαρχική βιοπολιτική και τον κοινωνικό εκφασισμό μέσω ενός πολιτικού πράττειν που κάνει τη διαφορά χωρίς να καταστέλλει τις διαφορές που το διαπερνούν.
Αν η κρίση παρουσιάζεται από τους συντελεστές και διαχειριστές της ως η κατεξοχήν συγκυρία της άκαιρης κριτικής, τότε κριτική σημαίνει να σκεφτούμε, να φανταστούμε και να επιθυμήσουμε ενάντια στον αυταρχικό ρεαλισμό της παρούσας πολιτικής χρονικότητας ως βιοπολιτικής της έκτακτης ανάγκης. Μέθοδος, μας λέει ο Αγκάμπεν, είναι η αρχαιολογική (κατά Φουκώ) επαγρύπνηση για την έκθεση αυτού που είναι άρρητο και αθέατο. Δηλαδή για την ανατροπή της εννοιολογικής προφάνειας, απαραίτητη προϋπόθεση για την επανεφεύρεση του καιρού και της καίριας κοινωνικής πράξης.
Από εδώ αναδύεται, ως κεντρικό πολιτικο-φιλοσοφικό ερώτημα, το ερώτημα της δυνητικότητας: εκείνο το απρόβλεπτο «μπορώ» –ή, καλύτερα, «μπορούμε»– της Ρωσίδας ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα, με το οποίο ο Αγκάμπεν ανοίγει, διόλου τυχαία, το δοκίμιό του «Περί δυνητικότητας».
Γι’ αυτό και σήμερα, σαράντα χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και σε μια στιγμή που η κυριαρχία της κρίσης γίνεται συνθήκη κριτικής και συλλογικής ποιητικής, η φιλοσοφική ποιητική του Τζόρτζιο Αγκάμπεν είναι επιτακτικά επίκαιρη.
Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν ήταν μέχρι πρόσφατα καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας και κατέχει την Έδρα Σπινόζα στο European Graduate School στην Ελβετία. Έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια του κόσμου, όπως στο Διεθνές Κολέγιο της Φιλοσοφίας στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο της Βερόνας, στα Πανεπιστήμια Μπέρκλεϋ, New School for Social Research και Northwestern των Η.Π.Α. κ.ά. Υπήρξε για δεκαετίες ο επιμελητής της ιταλικής έκδοσης των Aπάντων του Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Διανοητικός συνοδοιπόρος του τελευταίου, όπως και των Μισέλ Φουκώ, Χάνα Άρεντ, Ζιλ Ντελέζ, Ζαν-Λυκ Νανσύ, αλλά και Αριστοτέλη, Κάφκα και Ντερριντά, έχει συγγράψει, μεταξύ άλλων, τα βιβλία που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά: Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (Scripta), Η κοινότητα που έρχεται (Ίνδικτος), Κατάσταση εξαίρεσης (Πατάκης), Βεβηλώσεις (Άγρα), Η μορφή της ζωής (Ελευθεριακή Κουλτούρα), Χρόνος και ιστορία (Ίνδικτος), καθώς και πολλά άλλα που δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, όπως: Remnants of Auschwitz: The Witness and the Archive, Means Without End, The Open: Man and Animal, The Sacrament of Language: An Archaeology of the Oath, The Kingdom and the Glory: For a Theological Genealogy of Economy and Government, The Highest Poverty: Monastic Rules and Forms-of-life, Potentialities, The Unspeakable Girl (με εικόνες της Monica Ferrando) και άλλα.
Για τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν, η κρίση είναι η θέση της κριτικής σκέψης. Η φιλοσοφική ποιητική του υπήρξε πάντα ευαίσθητη στα επείγοντα αιτήματα της πολιτικής στιγμής. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αποτελεί και μια κριτική του στιγμιαίου. Δεν υποτάσσεται στα κελεύσματα και στις κοινοτοπίες της συγκυρίας, αλλά επερωτά τις ιστορικές νόρμες που τη στοιχειοθετούν ή τη στοιχειώνουν.
Ειδικά σε αυτή την περίοδο της κρίσης, που είναι, εκτός των άλλων, ένα αυταρχικό καθεστώς χειραγώγησης του χρόνου στο όνομα μιας αξιωματικής υπερ-ιστορικής αλήθειας υπεράνω κριτικής, το έργο του Τζόρτζιο Αγκάμπεν μας βοηθά να στεκόμαστε κριτικά απέναντι στην κανονιστικότητα της εξαίρεσης. Φωτίζοντας τη σκοτεινή σχέση που συνδέει τη βία με το δίκαιο, καταδεικνύει την αναστολή του νόμου ως μηχανισμό που όχι μόνο καταλύει το όριο ανάμεσα στη δημοκρατία και τον απολυταρχισμό αλλά και που θέτει, ακριβώς σε αυτό το κατώφλι της απροσδιοριστίας, τους όρους και τα όρια του κανονικού. Το επίπλαστο κενό δικαίου της έκτακτης ανάγκης αποκτά ισχύ νόμου, μας λέει ο Αγκάμπεν. Η διαρκής προσωρινότητα αυτής της αναστολής καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την εφαρμογή του κανόνα, ρυθμίζει τον ορίζοντα του δυνατού, κλείνει το πεδίο του πολιτικού.
Ας αναλογιστούμε την καταστατική θέση που κατέχουν στη νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική, μαζί με την ανακατανομή κεφαλαίου και αγαθών, η κρατική αυθαιρεσία (ο «αυταρχικός κρατισμός», για να θυμηθούμε τον Νίκο Πουλαντζά) και η καταστολή της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Μαζί με τη φτώχεια και την αποστέρηση δημόσιων αγαθών, η εντατικοποίηση του κοινωνικού ελέγχου και τα «μέτρα ασφάλειας» και υγειονομικής περιχαράκωσης του ανήκειν. Απηχώντας τον Πουλαντζά, ο Αγκάμπεν ανιχνεύει την επεκτεινόμενη επικράτεια της εκτελεστικής εξουσίας, που οδηγεί στη συρρίκνωση της δημοκρατίας χάριν μιας εκτελεστικής διακυβέρνησης.
Η κυριαρχία της κρίσης με όρους κλινικής έκτακτης ανάγκης συγκαλύπτει και κανονικοποιεί τις εξουσιαστικές σχέσεις που οργανώνουν την κρίση ως τεχνική διακυβέρνησης. Ας θυμηθούμε τη βιοπολιτική φαντασίωση της υπουργού της κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας»: «Όποιος τραβήξει το καλώδιο της κυβέρνησης, θα σταματήσει το μηχάνημα αναπνοής της χώρας». Σε μια στιγμή εντατικοποίησης της κοινωνικής οδύνης, που το σύστημα δημόσιας υγείας συρρικνώνεται και η πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα περιορίζεται στους λίγους, ασφαλισμένους, εθνικούς πολίτες, η λογική και η λογιστική της κρίσης (με όλες τις ιατρικές και θεολογικές συνδηλώσεις της) γίνεται στρατηγική μιας φρονηματικής διακυβέρνησης.
Αυτή η κανονικοποιητική βία χαρακτηρίζει τη βιοπολιτική και τη θανατοπολιτική της κατάστασης εξαίρεσης, υπό το κράτος της οποίας το ερώτημα και η κυριαρχική απόφαση για το τι συνιστά βιώσιμη και αξιοβίωτη μορφή ζωής τίθεται εκ νέου, ξανά και ξανά, στην καρδιά του πολιτικού. Η παρατεταμένη και ατέρμονη κρίση είναι μηχανισμός εντατικοποίησης της εξουσίας πάνω στην πολιτικά απογυμνωμένη ζωή, δηλαδή τη ζωή εκείνη που απογυμνώνεται από κάθε πολιτική μορφή και που εκτίθεται στον θάνατο, ενώ ταυτόχρονα συνιστά την επικράτεια επί της οποίας η κυρίαρχη εξουσία ασκείται. Αυτή η ηθική, αισθηματική και φαντασιακή επένδυση στη βιοπολιτική της κρίσης μοιάζει να καταλύει κάθε απόπειρα να φανταστούμε και να επιθυμήσουμε διαφορετικά. Μοιάζει να επιζητεί να αποτρέψει κάθε εναλλακτικό όραμα, κριτήριο και αισθητήριο.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αυτή η πολιτικά απογυμνωμένη ζωή απογυμνώνει την εξουσία, αποκαλύπτοντας την πιο τρομαχτική καθαρότητά της. Καταδεικνύει, δηλαδή, ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Η κατάσταση εξαίρεσης συνδέεται όχι μόνο με την αυταρχία της εξουσίας αλλά και με το επιτακτικό δικαίωμα της αντίστασης. «Μόνο η ανθρώπινη δράση είναι σε θέση να διαρρήξει τη σχέση ανάμεσα στη βία και τον νόμο», μας λέει ο Αγκάμπεν. Αυτό είναι και το καίριο ερώτημα, που αφορά τις συνθήκες δυνατότητας για την ανάδυση ενός υποκειμένου της ιστορίας· τις συνθήκες δυνατότητας για ένα πολιτικό πράττειν σε συνθήκες κρίσης, δηλαδή σε συνθήκες που διαψεύδουν και υπονομεύουν το ίδιο το αίσθημα της δυνατότητας.
Τι μπορούμε να κάνουμε με ό,τι δεν έχουμε; Πώς παρεμβαίνουμε στην καταστροφή του καιρού μας; Πώς επερωτούμε τις ίδιες τις συνθήκες συγκρότησής μας ως υποκειμένων της κρίσης; Η απάντηση που απορρέει από την καθολική οριακότητα της εποχής της κρίσης είναι να οξύνουμε και να κινητοποιήσουμε τη συλλογική μας κρίση για να ενεργοποιήσουμε μια ριζική αναστροφή από τη νεο-ολιγαρχική βιοπολιτική και τον κοινωνικό εκφασισμό μέσω ενός πολιτικού πράττειν που κάνει τη διαφορά χωρίς να καταστέλλει τις διαφορές που το διαπερνούν.
Αν η κρίση παρουσιάζεται από τους συντελεστές και διαχειριστές της ως η κατεξοχήν συγκυρία της άκαιρης κριτικής, τότε κριτική σημαίνει να σκεφτούμε, να φανταστούμε και να επιθυμήσουμε ενάντια στον αυταρχικό ρεαλισμό της παρούσας πολιτικής χρονικότητας ως βιοπολιτικής της έκτακτης ανάγκης. Μέθοδος, μας λέει ο Αγκάμπεν, είναι η αρχαιολογική (κατά Φουκώ) επαγρύπνηση για την έκθεση αυτού που είναι άρρητο και αθέατο. Δηλαδή για την ανατροπή της εννοιολογικής προφάνειας, απαραίτητη προϋπόθεση για την επανεφεύρεση του καιρού και της καίριας κοινωνικής πράξης.
Από εδώ αναδύεται, ως κεντρικό πολιτικο-φιλοσοφικό ερώτημα, το ερώτημα της δυνητικότητας: εκείνο το απρόβλεπτο «μπορώ» –ή, καλύτερα, «μπορούμε»– της Ρωσίδας ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα, με το οποίο ο Αγκάμπεν ανοίγει, διόλου τυχαία, το δοκίμιό του «Περί δυνητικότητας».
Γι’ αυτό και σήμερα, σαράντα χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και σε μια στιγμή που η κυριαρχία της κρίσης γίνεται συνθήκη κριτικής και συλλογικής ποιητικής, η φιλοσοφική ποιητική του Τζόρτζιο Αγκάμπεν είναι επιτακτικά επίκαιρη.
left.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)