Της Χριστίνας Τσαμουρά
Ζούμε, εδώ και λίγο καιρό, μια πρωτόγνωρη άνθηση αυτοοργανωμένων συλλογικοτήτων με αντικείμενο την έμπρακτη και άμεση κοινωνική αλληλεγγύη, προϊόν του «εθελοντικού μόχθου» εκατοντάδων ανθρώπων που ως τώρα «δεν είχαν ιδέα απ’ αυτά». Αποδείχτηκαν, λοιπόν, πάρα πολλοί εκείνοι κι εκείνες που αντιλήφθηκαν πως, παράλληλα με τους αγώνες για ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών και όσων τις υπηρετούν, τα θύματα των πολιτικών αυτών πρέπει να αλληλοστηρίζονται εδώ και τώρα — και όχι η «σωτηρία» τους να παραπέμπεται στωικά σε κάποιο απώτερο «λαϊκό/εργατικό/αταξικό» μέλλον.
Αμέτρητα σχήματα γεννήθηκαν την τελευταία τριετία ανά την Ελλάδα, (αυτο)οργανώθηκαν στη βάση των συνελεύσεων των μελών τους και κατάφεραν να κάνουν πράξη κάτι που φαινόταν ακατόρθωτο: να προσφέρουν με συνέπεια και σταθερότητα εντελώς δωρεάν τροφή, φάρμακα, ενισχυτική διδασκαλία, ψυχαγωγία.
Σκοπός του άρθρου, όμως, δεν είναι να αναδείξει πόσο σημαντικά είναι τα Δίκτυα Αλληλεγγύης –που είναι– ούτε το πόσο δίκιο είχαν –που είχαν– όσοι και όσες τα υποστήριξαν εξαρχής. Σκοπός είναι να συνοψίσει κάποια κομβικά ζητήματα που ανέδειξε ο πρώτος κύκλος αυτής της «νέας γενιάς» συλλογικοτήτων αλληλεγγύης, της γενιάς που εμφανίστηκε τον καιρό της Τρόικας και των Μνημονίων και συμπίπτει με την επικίνδυνη αύξηση επιρροής της Χρυσής Αυγής.
Η αναμέτρηση με την αλματώδη αύξηση της φτώχειας
Γενιά συλλογικοτήτων την εποχή των Μνημονίων σημαίνει μια «αλληλέγγυα γενιά» που καλείται να αντιμετωπίσει μια φτώχεια καλπάζουσα. H κορύφωση της ανεργίας, οι ισχνές ή ανύπαρκτες δομές κρατικής και δημοτικής πρόνοιας οδηγούν σε ραγδαία αύξηση της λίστας υποστηριζόμενων. Για πρώτη φορά στα νεότερα χρονικά, οι δομές αλληλεγγύης δεν δουλεύουν με σχετικά σταθερό αριθμό μελών, αλλά με μια λίστα αιτούντων που γιγαντώνεται βδομάδα με τη βδομάδα. Αποτέλεσμα; Όταν άνευ πρότερης σχετικής εμπειρίας, φτάνεις τους 500-1.000 υποστηριζόμενους πριν καλά καλά κλείσεις χρόνο, δεν χρειάζεται να είσαι μάντης για να προβλέψεις ότι, αργά ή γρήγορα, θα τεθεί το θέμα αν θα μπει «ταβάνι» στη λίστα κι αν η ανάρτηση στην πόρτα της καθόλου ριζοσπαστικής –και κυρίως διόλου ελπιδοφόρας– ταμπελίτσας «Τρόφιμα τέλος. Όσοι πήρατε, πήρατε» είναι μονόδρομος.
Έφτασε η στιγμή που πρέπει να διερευνήσουμε με ποιους τρόπους μπορεί να αποφευχθεί μια τέτοια αποκαρδιωτική εξέλιξη. Κρίνοντας από την εμπειρία στο πεδίο των τροφίμων, νομίζω ότι το αλληλέγγυο κίνημα πρέπει:
α) Να αναζητήσει νέες πηγές και πρακτικές τροφοδοσίας, καθώς και τρόπους αναδιανομής του φαγητού, αφού, ακόμη και σε καιρούς πείνας, τόνοι διατροφικών ειδών πετιούνται — μια ακόμα από τις σχιζοφρένειες του καπιταλισμού.
β) Να προβληματιστεί και να πειραματιστεί γύρω από το πώς τα παράλληλα εγχειρήματα εναλλακτικής/αλληλέγγυας οικονομίας μπορούν να αποδειχτούν πραγματικά αποτελεσματικά και υποστηρικτικά στη δράση των γειτονιών.
γ) Να διερευνήσει τη δυνατότητα ανάπτυξης διεκδικητικών κινημάτων κάλυψης των ζωτικών αναγκών της κοινωνίας, στηριγμένων (και) στους ίδιους τους υποστηριζόμενους και πάνω στα συγκεκριμένα αιτήματα που γεννάει η εμπειρία κάθε γειτονιάς.
Η απάντηση στα παραπάνω είναι κρίσιμο θέμα, που δεν αφορά μόνο το τώρα. Είναι ύψιστης σημασίας, ακόμη κι αν πέσει η δικομματική κυβέρνηση. Η κοινωνία δεν θα ευημερήσει απ’ τη μια μέρα στην άλλη, ακόμη κι αν φύγουν «με ελικόπτερο», ούτε πρόκειται να αλλάξει ριζικά αν δεν αυτοοργανωθεί. Η επιβίωσή της αλλά και η ικανότητα της αυτοοργάνωσης δυστυχώς δεν φυτρώνει, αν δεν καλλιεργηθεί, ούτε πέφτει απ’ τον ουρανό σαν λυτρωτική βροχούλα. Θέλει προπόνηση καιρό, επίμονη τριβή στην πράξη ώστε η συσσωρευμένη εμπειρία να γίνεται σκαλοπάτι για μια ποιοτικά ανώτερη κατάσταση. Έτσι, στο πεδίο π.χ. της αντιμετώπισης της πείνας, τα σχετικά Δίκτυα, Αυτοδιαχειριζόμενα Στέκια ή Δομές Αλληλεγγύης είναι ταυτόχρονα τα πειραματικά μοντέλα για το πώς θα αυτοοργανωθεί –ή δεν θα αυτοοργανωθεί– αποτελεσματικά η συνοικία αύριο: ο τρόπος που στεκόμαστε απέναντι στα σημερινά ζητήματα θα κρίνει, εν πολλοίς, τα αυριανά μας όρια.
Η αναμέτρηση με τον ρατσισμό
Τη νέα γενιά Δικτύων Αλληλεγγύης χαρακτηρίζει, επίσης, μια άλλη απρόσμενη υποχρέωση: να διαμηνύουν, με μεγάλα γράμματα και πηχυαίους τίτλους, ότι εκφράζουν την «αλληλεγγύη για όλους». Το επιβάλλουν τα ελεεινά επικοινωνιακά πυροτεχνήματα τής «μόνο για Έλληνες» δήθεν βοήθειας των Χρυσαυγιτών, αλλά και η εξάπλωση του ναζιστικού λόγου στις γειτονιές. Θέλω να σταθώ σε δύο σημεία.
Πρώτον, τα δίκτυα αλληλεγγύης αποδεικνύονται σημαντικοί θύλακες αντιρατσιστικών ιδεών στον μικρόκοσμο της συνοικίας. Στους χώρους τους κυκλοφορούν φτωχοί, ντόπιοι και μετανάστες, συχνά με ελάχιστη έως καθόλου πολιτικοποίηση — κάποιοι εξαιρετικά επιρρεπείς στον απλοϊκό φασιστικό λόγο. Άνθρωποι με τους οποίους δεν συναντηθήκαμε ως τώρα πουθενά μέσω της κλασικής πολιτικής μας προπαγάνδας, καθώς δεν έχουν συνηθίσει αυτό το είδος επικοινωνίας, δεν κατανοούν αυτό τον λόγο ούτε μπορούν να αποκωδικοποιήσουν τα συνθήματά μας. Χωρίς να υποτιμώ διόλου την παραδοσιακή δουλειά μας, θεωρώ ότι απευθύνεται σε άλλου τύπου κοινωνικά προφίλ. Την κρίσιμη μάζα που μόλις περιέγραψα, με την οποία δεν διασταυρωθήκαμε για χρόνια, τη συναντάμε καθημερινά μπροστά μας χάρις στα Δίκτυα. Πρόσωπο με πρόσωπο, έχουμε την ευκαιρία να αρθρώσουμε δυο κουβέντες που τις καταλαβαίνουν. Δεν είναι βέβαια μόνο οι «δυο κουβέντες» που υπονομεύουν σταθερά τις ρατσιστικές ιδέες στη γειτονιά, είναι και η κοινή καθημερινή πράξη: το να προσπαθούν μαζί, δίπλα δίπλα, ντόπιοι και μετανάστες να μαζέψουν τρόφιμα για το όποιο Δίκτυο, να βοηθούν μαζί να στηθεί το χαριστικό παζάρι, να αγωνιούν μαζί για την κοινή τους υπόθεση, δεν λειτουργεί μόνο παραδειγματικά σε επίπεδο εικόνας στην υπόλοιπη γειτονιά, προβάλλοντας καθημερινές παραστάσεις δημιουργικής συνύπαρξης κοντράροντας ευθέως τα ακροδεξιά αντιμεταναστευτικά παραληρήματα, μα και τα μικροαστικά στερεότυπα, αλλά φτιάχνει και πραγματικές σχέσεις κοινότητας. Κάπως έτσι γνωρίζονται οι άνθρωποι, καταλαβαίνουν πόσο μοιάζουν και καταρρίπτονται απ’ τη ζωή οι θεωρίες του μίσους.
Δεύτερον, τα δίκτυα αλληλεγγύης κόβουν χώρο απ’ τους φασίστες. Θεωρώ ότι τα άμεσα αντανακλαστικά που έδειξε ο χώρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, της αυτονομίας και των κινημάτων στη δημιουργία συλλογικοτήτων έμπρακτης αλληλεγγύης μπλόκαραν μια ενδεχόμενη επέκταση της ναζιστικής «αλληλεγγύης» τύπου «Μόνο για Έλληνες» απ’ το Σύνταγμα και γειτονιές που παραδοσιακά έλεγχαν σε νέες συνοικίες. Σε κάθε γειτονιά όπου κατοχυρώνουμε τη φυσική μας παρουσία και δρούμε μπολιάζοντάς την με τις αξίες της αλληλεγγύης, είναι δυσκολότερο να αναπτυχθούν τα προφίλ του «ψυχοπονιάρη φασίστα», υποχρεώνοντας τους ναζί είτε να μην εμφανιστούν είτε να το κάνουν με το πραγματικό τους πρόσωπο: την τραμπούκικη βία, τα στυλιάρια και τους εμπρηστικούς μηχανισμούς.
Στον δρόμο προς την ενεργοποίηση των υποστηριζόμενων
Αν δραστηριοποιείσαι στην αλληλεγγύη με προσανατολισμό την αυτοοργάνωση και την απελευθέρωση της κοινωνίας, και όχι τη διαιώνιση του υπάρχοντος συστήματος διά της «ανακουφίσεως» της φτώχειας που παράγει, είναι προφανές ότι, στο επίπεδο των προθέσεων και του διακηρυκτικού σου λόγου, παλεύεις: Πρώτον, ενάντια στα αισθήματα ανάθεσης και την περαιτέρω παθητικοποίηση των ανθρώπων που σου απευθύνονται και, δεύτερον, για την ενεργοποίησή τους. Ως εκ τούτου, γενικόλογες θεωρίες που αναμασούν διλήμματα του τύπου «αλληλεγγύη ή φιλανθρωπία» και αναλώνονται να κατακεραυνώνουν το δεύτερο χωρίς να μας λένε κουβέντα για το πώς δουλεύουμε αποτελεσματικά το πρώτο –το οποίο είναι αυτό που μας ενδιαφέρει– δεν βοηθούν. Αντιθέτως, εξαιρετικά χρήσιμο θα αποδεικνυόταν, παράλληλα με τον διακηρυκτικό μας λόγο, να κάνουμε ως Δομές τους πρώτους απολογισμούς μας και να ανταλλάξουμε εμπειρίες σχετικά με το τι πετύχαμε στο πεδίο της ενεργοποίησης: πώς, πόσα από τα υποστηριζόμενα μέλη δραστηριοποιήθηκαν, πώς, πόσα απ’ αυτά συμμετέχουν στις συνελεύσεις αποφάσεων και πού κολλάει το πράγμα –αν κολλάει κάπου– για να συμμετέχουν περισσότεροι.
Τελειώνοντας, θεωρώ σπουδαίο ότι ο ριζοσπαστικός χώρος έχει καταφέρει να απλώσει στην κοινωνία, όσο ποτέ στο παρελθόν, τις έννοιες της αλληλεγγύης και της αυτοοργάνωσης, όχι μόνο ως ιδέες αλλά ως χειροπιαστά παραδείγματα παρέμβασης στο τώρα. Μόνο που, για να είμαστε ακριβείς με τις λέξεις, για την ώρα δεν έχουμε ακριβώς πετύχει να «πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας», αλλά μάλλον «την επιβίωσή» μας. Για να μπορέσουμε κάποτε να μιλάμε για «ζωή», χρειαζόμαστε πολλή δουλειά, βάθεμα της συνείδησης και της εμπειρίας, συνολικότερο σχέδιο, μεγαλύτερες ρήξεις και, ασφαλώς, ριζικές ανατροπές στο πεδίο της εξουσίας.
Ας ελπίσουμε ότι έρχονται.
Η Χριστίνα Τσαμουρά είναι μέλος του Δικτύου Αλληλεγγύης Βύρωνα. Αρχή φόρμας. Το κείμενο βασίζεται σε εισήγηση στη συζήτηση «Δίκτυα και δομές αλληλεγγύης: παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας», στο 17ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ της Αθήνας (28-30.6.2013)
Πηγή: enthemata
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)