Μια ιστορία για παιδιά, εικονογραφημένη από τη συγγραφέα, που μιλάει για τον κομμουνισμό.
Μια ιστορία όπου η συγγραφέας χρησιμοποιεί για τα πάντα θηλυκό γένος. Το Κομμουνισμός.
Μια μικρή ιστορία για το πώς επιτέλους θα αλλάξουν όλα της Μπίνι Αντάμτσακ κυκλοφόρησε στα ελληνικά το καλοκαίρι (εκδόσεις νήσος). Η Αντάμτσακ γεννήθηκε το 1979, σπούδασε φιλοσοφία, είναι περφόρμερ και εικαστικός και ζει στο Βερολίνο. Ζητήσαμε από τη φίλη και μεταφράστρια του βιβλίου, Σοφία Κουσιάντζα, μια συνέντευξη με την Μπ. Αντάμτσακ. Την ευχαριστούμε θερμά, όπως και τη συγγραφέα, για την προθυμία και την ανταπόκριση.
Πότε έγραψες το βιβλίο και με ποιο κίνητρο;
Το 2003 οργανώθηκε στη Φραγκφούρτη ένα διεθνές συνέδριο με τίτλο «indeterminate! kommunismus». Λίγο πριν είχα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο για τα νεανικά χειρόγραφα του Μαρξ και σκόπευα να γράψω μια εργασία για το πώς αντιλαμβάνεται και πώς περιγράφει ο Μαρξ τον κομμουνισμό. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι ο Μαρξ είχε επίτηδες σιωπήσει επ’ αυτού. Ωστόσο, από τη μελέτη του έργου του προκύπτει ότι υπάρχουν διάσπαρτες σε κείμενά του συμβουλές για το πώς θα μπορούσε ή πώς θα έπρεπε να είναι μια κομμουνιστική κοινωνία —από τα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα έως την Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Όταν όμως έκατσα να γράψω την εργασία, μπλόκαρα. Κι ένα πρωί, έπειτα από μια μακριά νύχτα που δεν είχα καταφέρει να γράψω ούτε μια αράδα, it struck me: για τον κομμουνισμό δεν μπορείς να γράψεις σε γλώσσα επιστημονική. Για τον κομμουνισμό, το όνειρο μιας διαφορετικής, καλύτερης ζωής, δεν μπορείς να γράψεις χωρίς λαχτάρα.
Μετά έγιναν όλα πολύ γρήγορα, αφού το γράψιμο ανοίγει την όρεξη. Καθώς έγραφα γελούσα συχνά, όπως και οι φίλες μου που τους διάβαζα το κείμενο. Η παιδική γλώσσα επιτέλεσε το σκοπό της: σε μια εποχή όπου είχε πεθάνει η ελπίδα για την κοινωνική προοπτική που είχε συνδεθεί με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, μια εποχή που η τάξη πραγμάτων είχε επιβεβαιωθεί άλλη μια φορά μετά τις 11/9, το τέχνασμα με την παιδική γλώσσα έδωσε ξανά τόπο στο όνειρο. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έλεγε ότι ο κομμουνισμός είναι το εύκολο που είναι δύσκολο να το κάνεις. Το 2003 απείχαμε πάρα πολύ απ’ το να είναι εφικτός ο κομμουνισμός, εμένα όμως με ενδιέφερε να τον ξανακάνω προσιτό στη φαντασία. Ο κομμουνισμός ήταν λοιπόν τώρα το εύκολο που ήταν εύκολο να το επιθυμείς.
Φοβήθηκες ότι η παιδική γλώσσα απλοποιεί το περιεχόμενο ή αφήνει απέξω σημαντικές λεπτομέρειες;
Ο κίνδυνος αυτός υπάρχει, και τον είχα συνειδητοποιήσει απολύτως. Έχω μεγαλώσει κι η ίδια με παιδικά βιβλία κοινωνικής κριτικής, που εξηγούσαν στα παιδιά τις κοινωνικές ανισότητες στις σχέσεις των τάξεων και των φύλων. Η δεκαετία του ’70 υπήρξε στον τομέα αυτό πολύ γόνιμη –αντιαυταρχική εκπαίδευση, Σάμερχιλ κ.λπ.–, και στα χέρια μου έφταναν παιδικά βιβλία και από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Μερικά από αυτά προσωποποιούν τις κοινωνικές σχέσεις. Λόγου χάρη, ένα εικονογραφημένο βιβλίο με την ιστορία των γιγάντων και των νάνων: οι νάνοι αντιπροσώπευαν τις εργάτριες, οι γίγαντες ήταν οι τεμπέλες καπιταλίστριες. Οι σχέσεις στον καπιταλισμό παρουσιάζονταν έτσι ως έκφραση δόλιων προθέσεων των κακών, τεμπέληδων ανθρώπων, τσιγκούνηδων και εξουσιομανών, που στα παραμύθια είχαν την εικόνα που τους ταίριαζε: ήταν άσχημοι.
Η μακρά παράδοση της προσωποποιημένης κριτικής ενάντια στον καπιταλισμό συχνά παίρνει αντισημιτικά χαρακτηριστικά: πίσω από το αόριστο κεφάλαιο κρύβεται μια συνωμοσία Εβραίων, κυρίως τραπεζιτριών, που απομυζούν τις τίμιες εργάτριες και επιχειρηματίες. Είναι μια παράδοση πολύ ισχυρή στη Γερμανία, αλλά όχι μόνο: τη συνάντησα πρόσφατα στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό θεωρούσα σημαντικό να εξηγήσω το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, γι’ αυτό έβαλα στο κέντρο της αφήγησης την πραγμοποίηση. Στο παιδικό μου βιβλίο δεν υπάρχουν κακά υποκείμενα. Ακόμη και οι υπεύθυνες κατσαρόλας (η γραφειοκρατική ελίτ του «υπαρκτού σοσιαλισμού»), ακόμη και τα εργοστάσια έχουν διάφορες πλευρές, έχουν αισθήματα, καμιά φορά κλαίνε κιόλας. Φυσικά, το βιβλίο συντομεύει πολλά πράγματα, πολλά δεν τα θίγει πραγματικά (το χρήμα, τις ταξικές σχέσεις, το κράτος), άλλα δεν αναφέρονται καν (τα σύνορα, ο πόλεμος κ.λπ.), όμως το ίδιο δεν θα συνέβαινε και μ’ έναν βαρύ θεωρητικό τόμο;!
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε παιδική γλώσσα, πρόκειται όμως στ’ αλήθεια για παιδικό βιβλίο;
Το διαβάζουν και παιδιά και έφηβες. Έχω λάβει γράμματα από εννιάχρονες και έχω φίλες που το διαβάζουν ή το δίνουν στα παιδιά τους (ένα κεφάλαιο κάθε βράδυ), μόλις αρχίζουν να τους κάνουν τις δύσκολες ερωτήσεις: Μαμά, τι θα πει καπιταλισμός; Γιατί πρέπει να δουλεύεις; Τι είναι η κρίση; Στις δημόσιες παρουσιάσεις του βιβλίου συναντάς όμως κυρίως νεαρές ενήλικες, που δεν είναι εντελώς αποστασιοποιημένες από την παιδική γλώσσα: τη θυμούνται, την απολαμβάνουν, χαμογελάνε, γελάνε.
Γιατί τα πάντα στο βιβλίο είναι σε θηλυκό γένος;
Όταν οι συγγραφείς χρησιμοποιούν μόνο το αρσενικό γένος, σπάνια τους ρωτάνε γιατί. Κι αν τους ρωτήσουν, απαντάνε: «Μα σε όλους αναφερόμαστε». Ας πούμε λοιπόν κι εμείς το ίδιο: Αναφερόμαστε σε όλες τις αναγνώστριες, ακόμη και σ’ αυτές που αυτοπροσδιορίζονται ως άντρες. Το θηλυκό γένος, μια απολύτως ηθελημένη και στρατηγική φεμινιστική γενίκευση, δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε για τις σχέσεις των φύλων χωρίς να τις θεματοποιούμε και να πρέπει να αναφερθούμε ευθέως σε αυτές.
Για σένα ο κομμουνισμός είναι προορισμός ή δρόμος; Κι αν είναι δρόμος, κατεύθυνση, τότε προς τα πού;
Είναι παραπλανητικό να μιλάμε για «έναν» κομμουνισμό. Στην ιστορία έχουν υπάρξει ένα σωρό ορισμοί, εικόνες, αντιλήψεις, ιδεώδη, πλάνα για κομμουνιστικά μοντέλα. Σε κάθε εποχή υπάρχουν διάφορες ομάδες που θέλουν διαφορετικά πράγματα ή απλώς φέρνουν στο προσκήνιο διαφορετικές πλευρές του ίδιου πράγματος: Τι έχει μεγαλύτερη σημασία, η κατάργηση της φτώχειας ή η αυτοδιαχείριση της παραγωγής; Να αυξηθεί ο κοινωνικός πλούτος ή να μειωθούν οι ώρες εργασίας; Ως ένα βαθμό, τα διάφορα μοντέλα του κομμουνισμού εντάσσονται σε μια ιστορική κατάταξη: στο Πέτρογκραντ το 1917 το κατάλαβαν αυτό πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι στο Παρίσι το 1968. Είναι όμως λάθος να διαβάσουμε εδώ μια γραμμική εξέλιξη προς την πρόοδο — προς την κατεύθυνση μιας πιο ολοκληρωμένης εκδοχής του κομμουνισμού. Και είναι σίγουρο ότι και οι σημερινές και οι μελλοντικές απόπειρες να υπερβούμε την καπιταλιστική κοινωνία έχουν χρέος να αποτιμήσουν όλες τις προηγούμενες, για να μην επαναλάβουν τα λάθη τους, γιατί είναι βαριά αυτή η κληρονομιά.
Εδώ δεν έχουμε μια θετική, αλλά μια αρνητική θεώρηση: τι δεν είναι ο κομμουνισμός, πώς δεν πρέπει να τον βλέπουμε. Πιστεύεις ότι δεν μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά, να ονοματίσουμε μερικά θεμελιώδη στοιχεία μιας κομμουνιστικής κοινωνίας;
Έχεις δίκιο, είναι πολύ ισχυρή η παράδοση της άρνησης, κυρίως δε στον μαρξισμό, ο οποίος ως ένα βαθμό την ανήγαγε σε κανονικό δόγμα, διατυπωμένο σαν «εικονομαχία». Στο βιβλίο δουλεύω πολύ μ’ αυτή την παράδοση, με τη μορφή της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φραγκφούρτης, προσπαθώ όμως παράλληλα να πάω πέρα από αυτήν, με τη μορφή μιας εμμενούς κριτικής και με αναπάντεχη στήριξη από τον Αντόρνο (έναν από τους πιο επιφανείς υποστηρικτές της «εικονομαχίας»). Ελευθεριακοί όπως ο Γκούσταβ Λαντάουερ, αλλά και κριτικοί μαρξιστές όπως ο Καρλ Κορς έχουν πει πριν από εκατό χρόνια ότι αποτελεί μεγάλο πρόβλημα να ορίζουν οι κομμουνίστριες τον κομμουνισμό μόνο αρνητικά: κατάργηση της ιδιοκτησίας, μαρασμός του κράτους και της οικογένειας, κατάργηση του νόμου της αξίας, τερματισμός της εκμετάλλευσης κ.λπ. Ακούγοντάς τα αυτά, δεν μπορούμε να φανταστούμε κάτι χειροπιαστό. Έπειτα, δεν υπάρχει κριτήριο για να μετρήσουμε αν μια πολιτική είναι πραγματικά επαναστατική, δεν έχουμε κοινή εικόνα για το τι εννοούμε με τον κομμουνισμό. Κάθε ορισμός είναι αμφιλεγόμενος. Είναι δύσκολος, είναι όμως και αναγκαίος.
Δεν απάντησες όμως στην ερώτησή μου: Πώς θα όριζες τον κομμουνισμό; Ή μήπως μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά μόνο αν έχουμε πραγματώσει πρώτα την άρνηση;
Θα ήταν μοιραίο να περιμένουμε την πραγμάτωση της άρνησης. Αφενός η αντίθετη θέση δεν προκύπτει αυτόματα, αφετέρου τότε είναι πια πολύ αργά. Η αντίληψη ότι ένα κομμουνιστικό κίνημα πρέπει πρώτα να καταλάβει την εξουσία κι έπειτα να σκεφτεί τι θα την κάνει έχει απαξιωθεί ιστορικά με τον χειρότερο τρόπο. Κατέληξε στην κρατική τρομοκρατία. Έτσι, διάλεξα μία από τις τρεις δυνατότητες που θεωρώ ότι υπάρχουν ώστε να προσεγγίσουμε μια θετική εικόνα του κομμουνισμού: την κριτική αντιπαράθεση με τα ως τώρα μοντέλα και απόπειρες. Μια άλλη δυνατότητα είναι να εξετάσουμε τα κινήματα που στον παρόντα χρόνο δείχνουν έναν δρόμο πέρα από τις απόπειρες του παρελθόντος — σπέρματα ενός χειραφετητικού μέλλοντος. Παραδέχομαι όμως απολύτως και τη δυνατότητα να λέμε απλώς αυθόρμητα τι μας ενοχλεί σήμερα και τι θέλουμε: μια ριζοσπαστική πολιτική της επιθυμίας σε πρώτο πρόσωπο.
Με δεδομένη τη βαριά ιστορία του κομμουνισμού, ποια θα ήταν, κατά τη γνώμη σου, η ειδοποιός διαφορά ενός πραγματικά χειραφετητικού κομμουνιστικού κινήματος σήμερα;
Ας δοκιμάσουμε ένα μείγμα: δεν μπορούμε πλέον να ονομάζουμε κομμουνιστικό κίνημα την κατάσταση κατά την οποία ένα κόμμα, και μάλιστα ιεραρχικό, αυταρχικό, κατακτά την κρατική εξουσία και, με την πεποίθηση ότι επιδιώκει το καλύτερο για τους ανθρώπους, προωθεί την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στην εικόνα αυτή οι άνθρωποι εμφανίζονται μόνο ως καταναλώτριες με εκπροσώπηση, όχι ως δρώντα υποκείμενα που παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Η λενινιστική και σταλινική θέση ότι ο καλός σκοπός νομιμοποιεί τα κακά μέσα έχει αντικρουστεί από την ίδια την Ιστορία: στην πραγματικότητα, τα κακά μέσα έχουν απονομιμοποιήσει τον καλό σκοπό, και γι’ αυτό θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε τις αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα του κομμουνιστικού κινήματος: συντονισμός των πρωτοβουλιών από τα κάτω, όπου οι άνθρωποι έχουν οι ίδιοι λόγο στη ζωή τους. Όχι όμως ως μεμονωμένα άτομα, που ασκούν αρνητικά την ελευθερία τους εναντίον αλλήλων, αλλά ως άτομα που συνεργάζονται και συνδέονται μεταξύ τους.
Το τελευταίο είναι και το δίδαγμα που μπορούμε να αντλήσουμε από το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του 1968. Ενώ το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του 1917 επικεντρώθηκε στην κρατική εξουσία και την ισότητα και επέφερε το αρνητικό παρεπόμενο της ομογενοποίησης και της ολοποίησης το κίνημα του 1968 επικεντρώθηκε στο υποκείμενο και την ελευθερία. Και στις δύο περιπτώσεις ξεχάστηκε πολύ γρήγορα αυτό που θέλω να επαναφέρω σήμερα στο επίκεντρο: η αλληλεγγύη. Δεν πρόκειται για τη μεταβολή του μεγάλου Όλου ούτε για τη δημιουργία του καινούργιου ανθρώπου, αλλά για την αλλαγή της συνθήκης, τη δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης. Ενωμένοι σε μια τέτοια συνύπαρξη, οι άνθρωποι μπορούν να γράψουν, σε μεγάλο βαθμό, μόνοι τους την ιστορία τους: να τι θα πει κομμουνισμός, λόγου χάρη.
Στη Γερμανία ακούμε συχνά ότι η χώρα στέκεται «καλά» μέσα στην κρίση. Το ακούμε τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά. Για την Αριστερά αυτός είναι ο λόγος που πολύ δύσκολα κινητοποιείται ο κόσμος. Για τους συντηρητικούς αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Μέρκελ τα έκανε όλα σωστά· το αποδεικνύει, εξάλλου και το 41,5% στις πρόσφατες εκλογές.
Ο εθνικισμός ήταν πάντα ένα από τα πιο επικίνδυνα δηλητήρια για την Αριστερά. Κόντεψε να την ξετινάξει το 1914 (με την ψήφιση των πολεμικών δαπανών) και το 1939 (με το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν). Μια από τις ωραίες φράσεις για τις κομμουνίστρες λέει ότι δεν έχουν πατρίδα. Η συμπόνια και η αλληλεγγύη τους δεν γνωρίζει κρατικά σύνορα. Ωστόσο, η κατασκευή του έθνους έχει πολύ ισχυρή επίδραση, κι αυτό το βλέπουμε όταν ακούμε την Αριστερά στη Γερμανία να λέει: «Εμείς μια χαρά είμαστε». Εμείς; Εμείς οι Ευρωπαίες; Εμείς οι εργαζόμενες; Εμείς που δεν κατέχουμε τα μέσα παραγωγής;
Ήμουν πρόσφατα στη Μασσαλία και είδα από κοντά τις καταστροφικές συνέπειες που έχει και εκεί το γερμανικό μοντέλο. Οι συνδικαλίστριες μας είπαν: τα ΜΜΕ προβάλλουν συνέχεια τα γερμανικά συνδικάτα ως πρότυπο, λένε ότι είναι σοβαρά, εχέφρονα, ανοιχτά σε συμβιβασμούς. Οι εργάτριες του κατειλημμένου εργοστασίου τσαγιού fralib μας είπαν ότι τούς κοπανάνε συνέχεια πόσο χαμηλοί είναι οι μισθοί (και πόσο υψηλή η παραγωγικότητα) στη Γερμανία. Πήγαμε σε μια διαδήλωση ενάντια στη μεταρρύθμιση των συντάξεων που αποφάσισε η κυβέρνηση Ολάντ, η οποία έχει για πρότυπο το γερμανικό μοντέλο και την πολιτική της Τρόικας στην Ελλάδα. Ο εθνικιστικός ανταγωνισμός για την προσέλκυση εταιριών, τον οποίο διαρκώς υποστηρίζουν και αναπαράγουν τα γερμανικά συνδικάτα και οι εργαζόμενοι στη Γερμανία, έχει καταστροφικές επιπτώσεις τόσο στην αλληλεγγύη όσο και στην ευημερία των ανθρώπων.
Συνέντευξη της Μπίνι Αντάμτσακ στη Σοφία Κουσιάντζα
πηγή: Ενθέματα Αυγής
Μια ιστορία όπου η συγγραφέας χρησιμοποιεί για τα πάντα θηλυκό γένος. Το Κομμουνισμός.
Μια μικρή ιστορία για το πώς επιτέλους θα αλλάξουν όλα της Μπίνι Αντάμτσακ κυκλοφόρησε στα ελληνικά το καλοκαίρι (εκδόσεις νήσος). Η Αντάμτσακ γεννήθηκε το 1979, σπούδασε φιλοσοφία, είναι περφόρμερ και εικαστικός και ζει στο Βερολίνο. Ζητήσαμε από τη φίλη και μεταφράστρια του βιβλίου, Σοφία Κουσιάντζα, μια συνέντευξη με την Μπ. Αντάμτσακ. Την ευχαριστούμε θερμά, όπως και τη συγγραφέα, για την προθυμία και την ανταπόκριση.
Πότε έγραψες το βιβλίο και με ποιο κίνητρο;
Το 2003 οργανώθηκε στη Φραγκφούρτη ένα διεθνές συνέδριο με τίτλο «indeterminate! kommunismus». Λίγο πριν είχα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο για τα νεανικά χειρόγραφα του Μαρξ και σκόπευα να γράψω μια εργασία για το πώς αντιλαμβάνεται και πώς περιγράφει ο Μαρξ τον κομμουνισμό. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι ο Μαρξ είχε επίτηδες σιωπήσει επ’ αυτού. Ωστόσο, από τη μελέτη του έργου του προκύπτει ότι υπάρχουν διάσπαρτες σε κείμενά του συμβουλές για το πώς θα μπορούσε ή πώς θα έπρεπε να είναι μια κομμουνιστική κοινωνία —από τα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα έως την Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Όταν όμως έκατσα να γράψω την εργασία, μπλόκαρα. Κι ένα πρωί, έπειτα από μια μακριά νύχτα που δεν είχα καταφέρει να γράψω ούτε μια αράδα, it struck me: για τον κομμουνισμό δεν μπορείς να γράψεις σε γλώσσα επιστημονική. Για τον κομμουνισμό, το όνειρο μιας διαφορετικής, καλύτερης ζωής, δεν μπορείς να γράψεις χωρίς λαχτάρα.
Μετά έγιναν όλα πολύ γρήγορα, αφού το γράψιμο ανοίγει την όρεξη. Καθώς έγραφα γελούσα συχνά, όπως και οι φίλες μου που τους διάβαζα το κείμενο. Η παιδική γλώσσα επιτέλεσε το σκοπό της: σε μια εποχή όπου είχε πεθάνει η ελπίδα για την κοινωνική προοπτική που είχε συνδεθεί με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, μια εποχή που η τάξη πραγμάτων είχε επιβεβαιωθεί άλλη μια φορά μετά τις 11/9, το τέχνασμα με την παιδική γλώσσα έδωσε ξανά τόπο στο όνειρο. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έλεγε ότι ο κομμουνισμός είναι το εύκολο που είναι δύσκολο να το κάνεις. Το 2003 απείχαμε πάρα πολύ απ’ το να είναι εφικτός ο κομμουνισμός, εμένα όμως με ενδιέφερε να τον ξανακάνω προσιτό στη φαντασία. Ο κομμουνισμός ήταν λοιπόν τώρα το εύκολο που ήταν εύκολο να το επιθυμείς.
Φοβήθηκες ότι η παιδική γλώσσα απλοποιεί το περιεχόμενο ή αφήνει απέξω σημαντικές λεπτομέρειες;
Ο κίνδυνος αυτός υπάρχει, και τον είχα συνειδητοποιήσει απολύτως. Έχω μεγαλώσει κι η ίδια με παιδικά βιβλία κοινωνικής κριτικής, που εξηγούσαν στα παιδιά τις κοινωνικές ανισότητες στις σχέσεις των τάξεων και των φύλων. Η δεκαετία του ’70 υπήρξε στον τομέα αυτό πολύ γόνιμη –αντιαυταρχική εκπαίδευση, Σάμερχιλ κ.λπ.–, και στα χέρια μου έφταναν παιδικά βιβλία και από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Μερικά από αυτά προσωποποιούν τις κοινωνικές σχέσεις. Λόγου χάρη, ένα εικονογραφημένο βιβλίο με την ιστορία των γιγάντων και των νάνων: οι νάνοι αντιπροσώπευαν τις εργάτριες, οι γίγαντες ήταν οι τεμπέλες καπιταλίστριες. Οι σχέσεις στον καπιταλισμό παρουσιάζονταν έτσι ως έκφραση δόλιων προθέσεων των κακών, τεμπέληδων ανθρώπων, τσιγκούνηδων και εξουσιομανών, που στα παραμύθια είχαν την εικόνα που τους ταίριαζε: ήταν άσχημοι.
Η μακρά παράδοση της προσωποποιημένης κριτικής ενάντια στον καπιταλισμό συχνά παίρνει αντισημιτικά χαρακτηριστικά: πίσω από το αόριστο κεφάλαιο κρύβεται μια συνωμοσία Εβραίων, κυρίως τραπεζιτριών, που απομυζούν τις τίμιες εργάτριες και επιχειρηματίες. Είναι μια παράδοση πολύ ισχυρή στη Γερμανία, αλλά όχι μόνο: τη συνάντησα πρόσφατα στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό θεωρούσα σημαντικό να εξηγήσω το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, γι’ αυτό έβαλα στο κέντρο της αφήγησης την πραγμοποίηση. Στο παιδικό μου βιβλίο δεν υπάρχουν κακά υποκείμενα. Ακόμη και οι υπεύθυνες κατσαρόλας (η γραφειοκρατική ελίτ του «υπαρκτού σοσιαλισμού»), ακόμη και τα εργοστάσια έχουν διάφορες πλευρές, έχουν αισθήματα, καμιά φορά κλαίνε κιόλας. Φυσικά, το βιβλίο συντομεύει πολλά πράγματα, πολλά δεν τα θίγει πραγματικά (το χρήμα, τις ταξικές σχέσεις, το κράτος), άλλα δεν αναφέρονται καν (τα σύνορα, ο πόλεμος κ.λπ.), όμως το ίδιο δεν θα συνέβαινε και μ’ έναν βαρύ θεωρητικό τόμο;!
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε παιδική γλώσσα, πρόκειται όμως στ’ αλήθεια για παιδικό βιβλίο;
Το διαβάζουν και παιδιά και έφηβες. Έχω λάβει γράμματα από εννιάχρονες και έχω φίλες που το διαβάζουν ή το δίνουν στα παιδιά τους (ένα κεφάλαιο κάθε βράδυ), μόλις αρχίζουν να τους κάνουν τις δύσκολες ερωτήσεις: Μαμά, τι θα πει καπιταλισμός; Γιατί πρέπει να δουλεύεις; Τι είναι η κρίση; Στις δημόσιες παρουσιάσεις του βιβλίου συναντάς όμως κυρίως νεαρές ενήλικες, που δεν είναι εντελώς αποστασιοποιημένες από την παιδική γλώσσα: τη θυμούνται, την απολαμβάνουν, χαμογελάνε, γελάνε.
Γιατί τα πάντα στο βιβλίο είναι σε θηλυκό γένος;
Όταν οι συγγραφείς χρησιμοποιούν μόνο το αρσενικό γένος, σπάνια τους ρωτάνε γιατί. Κι αν τους ρωτήσουν, απαντάνε: «Μα σε όλους αναφερόμαστε». Ας πούμε λοιπόν κι εμείς το ίδιο: Αναφερόμαστε σε όλες τις αναγνώστριες, ακόμη και σ’ αυτές που αυτοπροσδιορίζονται ως άντρες. Το θηλυκό γένος, μια απολύτως ηθελημένη και στρατηγική φεμινιστική γενίκευση, δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε για τις σχέσεις των φύλων χωρίς να τις θεματοποιούμε και να πρέπει να αναφερθούμε ευθέως σε αυτές.
Για σένα ο κομμουνισμός είναι προορισμός ή δρόμος; Κι αν είναι δρόμος, κατεύθυνση, τότε προς τα πού;
Είναι παραπλανητικό να μιλάμε για «έναν» κομμουνισμό. Στην ιστορία έχουν υπάρξει ένα σωρό ορισμοί, εικόνες, αντιλήψεις, ιδεώδη, πλάνα για κομμουνιστικά μοντέλα. Σε κάθε εποχή υπάρχουν διάφορες ομάδες που θέλουν διαφορετικά πράγματα ή απλώς φέρνουν στο προσκήνιο διαφορετικές πλευρές του ίδιου πράγματος: Τι έχει μεγαλύτερη σημασία, η κατάργηση της φτώχειας ή η αυτοδιαχείριση της παραγωγής; Να αυξηθεί ο κοινωνικός πλούτος ή να μειωθούν οι ώρες εργασίας; Ως ένα βαθμό, τα διάφορα μοντέλα του κομμουνισμού εντάσσονται σε μια ιστορική κατάταξη: στο Πέτρογκραντ το 1917 το κατάλαβαν αυτό πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι στο Παρίσι το 1968. Είναι όμως λάθος να διαβάσουμε εδώ μια γραμμική εξέλιξη προς την πρόοδο — προς την κατεύθυνση μιας πιο ολοκληρωμένης εκδοχής του κομμουνισμού. Και είναι σίγουρο ότι και οι σημερινές και οι μελλοντικές απόπειρες να υπερβούμε την καπιταλιστική κοινωνία έχουν χρέος να αποτιμήσουν όλες τις προηγούμενες, για να μην επαναλάβουν τα λάθη τους, γιατί είναι βαριά αυτή η κληρονομιά.
Εδώ δεν έχουμε μια θετική, αλλά μια αρνητική θεώρηση: τι δεν είναι ο κομμουνισμός, πώς δεν πρέπει να τον βλέπουμε. Πιστεύεις ότι δεν μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά, να ονοματίσουμε μερικά θεμελιώδη στοιχεία μιας κομμουνιστικής κοινωνίας;
Έχεις δίκιο, είναι πολύ ισχυρή η παράδοση της άρνησης, κυρίως δε στον μαρξισμό, ο οποίος ως ένα βαθμό την ανήγαγε σε κανονικό δόγμα, διατυπωμένο σαν «εικονομαχία». Στο βιβλίο δουλεύω πολύ μ’ αυτή την παράδοση, με τη μορφή της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φραγκφούρτης, προσπαθώ όμως παράλληλα να πάω πέρα από αυτήν, με τη μορφή μιας εμμενούς κριτικής και με αναπάντεχη στήριξη από τον Αντόρνο (έναν από τους πιο επιφανείς υποστηρικτές της «εικονομαχίας»). Ελευθεριακοί όπως ο Γκούσταβ Λαντάουερ, αλλά και κριτικοί μαρξιστές όπως ο Καρλ Κορς έχουν πει πριν από εκατό χρόνια ότι αποτελεί μεγάλο πρόβλημα να ορίζουν οι κομμουνίστριες τον κομμουνισμό μόνο αρνητικά: κατάργηση της ιδιοκτησίας, μαρασμός του κράτους και της οικογένειας, κατάργηση του νόμου της αξίας, τερματισμός της εκμετάλλευσης κ.λπ. Ακούγοντάς τα αυτά, δεν μπορούμε να φανταστούμε κάτι χειροπιαστό. Έπειτα, δεν υπάρχει κριτήριο για να μετρήσουμε αν μια πολιτική είναι πραγματικά επαναστατική, δεν έχουμε κοινή εικόνα για το τι εννοούμε με τον κομμουνισμό. Κάθε ορισμός είναι αμφιλεγόμενος. Είναι δύσκολος, είναι όμως και αναγκαίος.
Δεν απάντησες όμως στην ερώτησή μου: Πώς θα όριζες τον κομμουνισμό; Ή μήπως μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά μόνο αν έχουμε πραγματώσει πρώτα την άρνηση;
Θα ήταν μοιραίο να περιμένουμε την πραγμάτωση της άρνησης. Αφενός η αντίθετη θέση δεν προκύπτει αυτόματα, αφετέρου τότε είναι πια πολύ αργά. Η αντίληψη ότι ένα κομμουνιστικό κίνημα πρέπει πρώτα να καταλάβει την εξουσία κι έπειτα να σκεφτεί τι θα την κάνει έχει απαξιωθεί ιστορικά με τον χειρότερο τρόπο. Κατέληξε στην κρατική τρομοκρατία. Έτσι, διάλεξα μία από τις τρεις δυνατότητες που θεωρώ ότι υπάρχουν ώστε να προσεγγίσουμε μια θετική εικόνα του κομμουνισμού: την κριτική αντιπαράθεση με τα ως τώρα μοντέλα και απόπειρες. Μια άλλη δυνατότητα είναι να εξετάσουμε τα κινήματα που στον παρόντα χρόνο δείχνουν έναν δρόμο πέρα από τις απόπειρες του παρελθόντος — σπέρματα ενός χειραφετητικού μέλλοντος. Παραδέχομαι όμως απολύτως και τη δυνατότητα να λέμε απλώς αυθόρμητα τι μας ενοχλεί σήμερα και τι θέλουμε: μια ριζοσπαστική πολιτική της επιθυμίας σε πρώτο πρόσωπο.
Με δεδομένη τη βαριά ιστορία του κομμουνισμού, ποια θα ήταν, κατά τη γνώμη σου, η ειδοποιός διαφορά ενός πραγματικά χειραφετητικού κομμουνιστικού κινήματος σήμερα;
Ας δοκιμάσουμε ένα μείγμα: δεν μπορούμε πλέον να ονομάζουμε κομμουνιστικό κίνημα την κατάσταση κατά την οποία ένα κόμμα, και μάλιστα ιεραρχικό, αυταρχικό, κατακτά την κρατική εξουσία και, με την πεποίθηση ότι επιδιώκει το καλύτερο για τους ανθρώπους, προωθεί την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στην εικόνα αυτή οι άνθρωποι εμφανίζονται μόνο ως καταναλώτριες με εκπροσώπηση, όχι ως δρώντα υποκείμενα που παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Η λενινιστική και σταλινική θέση ότι ο καλός σκοπός νομιμοποιεί τα κακά μέσα έχει αντικρουστεί από την ίδια την Ιστορία: στην πραγματικότητα, τα κακά μέσα έχουν απονομιμοποιήσει τον καλό σκοπό, και γι’ αυτό θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε τις αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα του κομμουνιστικού κινήματος: συντονισμός των πρωτοβουλιών από τα κάτω, όπου οι άνθρωποι έχουν οι ίδιοι λόγο στη ζωή τους. Όχι όμως ως μεμονωμένα άτομα, που ασκούν αρνητικά την ελευθερία τους εναντίον αλλήλων, αλλά ως άτομα που συνεργάζονται και συνδέονται μεταξύ τους.
Το τελευταίο είναι και το δίδαγμα που μπορούμε να αντλήσουμε από το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του 1968. Ενώ το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του 1917 επικεντρώθηκε στην κρατική εξουσία και την ισότητα και επέφερε το αρνητικό παρεπόμενο της ομογενοποίησης και της ολοποίησης το κίνημα του 1968 επικεντρώθηκε στο υποκείμενο και την ελευθερία. Και στις δύο περιπτώσεις ξεχάστηκε πολύ γρήγορα αυτό που θέλω να επαναφέρω σήμερα στο επίκεντρο: η αλληλεγγύη. Δεν πρόκειται για τη μεταβολή του μεγάλου Όλου ούτε για τη δημιουργία του καινούργιου ανθρώπου, αλλά για την αλλαγή της συνθήκης, τη δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης. Ενωμένοι σε μια τέτοια συνύπαρξη, οι άνθρωποι μπορούν να γράψουν, σε μεγάλο βαθμό, μόνοι τους την ιστορία τους: να τι θα πει κομμουνισμός, λόγου χάρη.
Στη Γερμανία ακούμε συχνά ότι η χώρα στέκεται «καλά» μέσα στην κρίση. Το ακούμε τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά. Για την Αριστερά αυτός είναι ο λόγος που πολύ δύσκολα κινητοποιείται ο κόσμος. Για τους συντηρητικούς αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Μέρκελ τα έκανε όλα σωστά· το αποδεικνύει, εξάλλου και το 41,5% στις πρόσφατες εκλογές.
Ο εθνικισμός ήταν πάντα ένα από τα πιο επικίνδυνα δηλητήρια για την Αριστερά. Κόντεψε να την ξετινάξει το 1914 (με την ψήφιση των πολεμικών δαπανών) και το 1939 (με το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν). Μια από τις ωραίες φράσεις για τις κομμουνίστρες λέει ότι δεν έχουν πατρίδα. Η συμπόνια και η αλληλεγγύη τους δεν γνωρίζει κρατικά σύνορα. Ωστόσο, η κατασκευή του έθνους έχει πολύ ισχυρή επίδραση, κι αυτό το βλέπουμε όταν ακούμε την Αριστερά στη Γερμανία να λέει: «Εμείς μια χαρά είμαστε». Εμείς; Εμείς οι Ευρωπαίες; Εμείς οι εργαζόμενες; Εμείς που δεν κατέχουμε τα μέσα παραγωγής;
Ήμουν πρόσφατα στη Μασσαλία και είδα από κοντά τις καταστροφικές συνέπειες που έχει και εκεί το γερμανικό μοντέλο. Οι συνδικαλίστριες μας είπαν: τα ΜΜΕ προβάλλουν συνέχεια τα γερμανικά συνδικάτα ως πρότυπο, λένε ότι είναι σοβαρά, εχέφρονα, ανοιχτά σε συμβιβασμούς. Οι εργάτριες του κατειλημμένου εργοστασίου τσαγιού fralib μας είπαν ότι τούς κοπανάνε συνέχεια πόσο χαμηλοί είναι οι μισθοί (και πόσο υψηλή η παραγωγικότητα) στη Γερμανία. Πήγαμε σε μια διαδήλωση ενάντια στη μεταρρύθμιση των συντάξεων που αποφάσισε η κυβέρνηση Ολάντ, η οποία έχει για πρότυπο το γερμανικό μοντέλο και την πολιτική της Τρόικας στην Ελλάδα. Ο εθνικιστικός ανταγωνισμός για την προσέλκυση εταιριών, τον οποίο διαρκώς υποστηρίζουν και αναπαράγουν τα γερμανικά συνδικάτα και οι εργαζόμενοι στη Γερμανία, έχει καταστροφικές επιπτώσεις τόσο στην αλληλεγγύη όσο και στην ευημερία των ανθρώπων.
Συνέντευξη της Μπίνι Αντάμτσακ στη Σοφία Κουσιάντζα
πηγή: Ενθέματα Αυγής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)