Για το βιβλίο των Κώστα Ελευθερίου και Χρύσανθου Τάσση, “ΠΑΣΟΚ: Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος” (Σαββάλας, 2013)
Το φθινόπωρο του 1974 η ελληνική πολιτική σκηνή, που ξαναστηνόταν με την πρωτοβουλία της νεότευκτης Νέας Δημοκρατίας σε ρήξη ως ένα βαθμό με το προδικτατορικό καθεστώς, θα φιλοξενούσε ένα νέο φορέα πολιτικής δράσης, που τόσο η δεξιά και το ακόμη εκλογικά παραδοσιακό κέντρο όσο κι η αριστερά όλων των εκδοχών θα ήθελαν να έπαιζε ρόλο κομπάρσου. Όμως, θα στρογγυλοκαθόταν και θα απαιτούσε φορτικά να παίξει τον πρώτο ρόλο. Και τα κατάφερε. Το 1977 θα κέρδιζε το χειροκρότημα και το «βραβείο κοινού», δηλαδή το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το 1981 θα έπαιζε και τον πρώτο ρόλο και θα διεκδικούσε το ρόλο σκηνοθέτη, σεναριογράφου, σκηνογράφου κ.λπ.
Η αμήχανη αριστερά, κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική, ανανεωτική και δογματική, παρακολουθούσε άναυδη και ανίκανη να καταλάβει τι γινόταν. Από πού προέκυψε ένα κόμμα-κίνημα που θα της «έκλεβε» τα αιτήματα και τα συνθήματα, ενσωματώνοντάς τα στην περιβόητη «Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη», και θα καθίστατο «κυρίαρχο κόμμα» στο ελληνικό κομματικό σύστημα;. Γιατί η αριστερά έχανε το ένα ραντεβού με την Ιστορία μετά το άλλο και ο κόσμος της προτιμούσε ένα «αρχηγικό» και «λαϊκιστικό» ΠΑΣΟΚ;
Το ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, βασίστηκε στην αδυναμία της αριστεράς και στην προτίμηση που του έδειξε ο λαϊκός – εργατικός κόσμος πιστεύοντας ότι θα επέλθει επιτέλους η «αλλαγή» και το γκρέμισμα του κράτους της δεξιάς μαζί με την αποκατάσταση των εισοδημάτων της μισθωτής εργασίας από το στάσιμο πληθωρισμό και τη μείωση της ανεργίας, που είχε αυξηθεί λόγω της πετρελαϊκής κρίσης. Αυτή η τελευταία, μαζί με την κακοδιαχείριση, επέφερε το κλείσιμο ολόκληρων βιομηχανικών εγκαταστάσεων, των «προβληματικών επιχειρήσεων».
Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ έχοντας βάλει πλώρη για την κυβερνητική εξουσία αναδιατάσσει την οργάνωση και διαμορφώνει κατάλληλα τον πολιτικό λόγο του ώστε να εξελιχθεί σε πολυσυλλεκτικό κόμμα. Από το 1974 ως το 1981, το ΠΑΣΟΚ διέτρεξε τον ιστορικό πολιτικό χρόνο που τα κλασικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διάνυσαν σε περισσότερο από έναν αιώνα. Μετεξελίχθηκε από κόμμα στελεχών (1974) σε κόμμα μαζών και, βαίνοντας προς το θρίαμβο του 1981, σε πολυσυλλεκτικό, ενσωματώνοντας στις γραμμές του ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα.
Το μαζικό κόμμα του κράτους
Από το σημείο αυτό και πέρα το ΠΑΣΟΚ γίνεται το μαζικό «κόμμα του κράτους» και οικοδομεί το κομματικό σύστημα-καρτέλ. Όλες αυτές οι μεταβολές δημιουργούσαν, όπως ήταν λογικό, διαφορετικές εσωτερικές «αντιπολιτεύσεις» αριστερής διαμαρτυρίας, που στις περισσότερες περιπτώσεις απομονώνονταν, εν ονόματι της προσμονής της κυβερνητικής αλλαγής και της διατήρησης της κυβέρνησης της αλλαγής. Κοινός ιδεολογικός παρονομαστής των διαφωνούντων ήταν η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη. Η μαζικότερη αμφισβήτηση ήταν η δημιουργία της ΣΣΕΚ, καθώς επρόκειτο για σύγκρουση με αντικείμενο την ακολουθητέα κυβερνητική πολιτική το 1985: με την έναρξη της δεύτερης θητείας το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ είχε αρχίσει να υπηρετεί πλέον το κράτος και όχι την κοινωνία.
Η ρήξη του ΠΑΣΟΚ με την κοινωνική του βάση δεν ήταν ευθύγραμμη. Οι γενιές των μελών και οπαδών του ΠΑΣΟΚ που προσδοκούσαν «τις καλύτερες μέρες» (σύνθημα του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1985), δεν έλκονταν από την αναποτελεσματικότητα της διασπασμένης αριστεράς και την απειλητική επανεμφάνιση της μητσοτακικής ΝΔ που δήλωνε ανοιχτά ότι θα επιβάλει νεοφιλελεύθερη πολιτική ακυρώνοντας τις όποιες κοινωνικές κατακτήσεις της περιόδου 1981-1985. Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ, παρά το λεγόμενο «βρώμικο ’89», κατάφερε να αντέξει στις τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και να επανέλθει θριαμβευτικά στις εκλογές του 1993 μετά από τις σκληρές κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, ειδικά του τελευταίου έτους προτού καταρρεύσει η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ΝΔ. Όμως, η επάνοδος στην κυβερνητική θητεία δεν είχε τον ίδιο χαρακτήρα σε σχέση με το 1981.
Η ανάγκη της προσαρμογής της οικονομίας στη βάση της πολιτικής της Συμφωνίας του Μάαστριχτ οδηγούσε σε οδυνηρές μεταλλάξεις της πολιτικής φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ που θα εμπεδώνονταν μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας και της προεδρίας του κόμματος από τον «εκσυγχρονιστή» Κ. Σημίτη με τη βοήθεια των τεχνοκρατικών στελεχών και την κρίσιμη υποστήριξή του από το συνδικαλιστικό σώμα του ΠΑΣΟΚ (συνέβαλε και με την άνοδο μελών του σε κυβερνητικά αξιώματα).
Πολύ μακριά από την κοινωνία
Όμως, οι ταξικές κοινωνικές συγκρούσεις που ακολούθησαν (2000, γενικές απεργίες για το Ασφαλιστικό) έδειξαν καθαρά ότι το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα του κράτους ήταν πια πολύ μακριά από την κοινωνία και τις διαθέσεις της. Η ήττα του 2003 επισημοποίησε αυτή τη ρήξη. Η απόπειρα του Γ. Παπανδρέου να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, προσπαθώντας να συμβολίσει τη σύζευξη του παλιού (ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80) με το νέο («συμμετοχική δημοκρατία»), οδηγήθηκε εκ των πραγμάτων σε αδιέξοδα που οδήγησαν στη νέα ήττα.
Η εμφάνιση του Ε. Βενιζέλου το βράδυ της εκλογικής ήττας του 2007 έδειξε ότι ετοιμαζόταν εφεδρική κατάσταση που θα χρησίμευε στο κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, καθώς τα σημάδια της επερχόμενης οικονομικής κρίσης ήταν ορατά και η Νέα Δημοκρατία θα έχανε «πανηγυρικά» την κυβερνητική εξουσία έχοντας στην πλάτη της την πρώτη μαζική εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008.
Το 2009, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ παραλαμβάνει την κυβέρνηση και την «καυτή πατάτα». Εξαντλεί πολύ γρήγορα τα αποθέματα πολιτικής και κοινωνικής δύναμης που διαθέτει από χρόνια, ως πολιτικός Ιανός, τόσο λόγω της πρόσδεσής του στο κράτος όσο και της διαρκούς ανανέωσης της στήριξής του από τις ανερχόμενες κοινωνικές ταξικές μερίδες, αλλά και από ευρέα εργατικά-λαϊκά στρώματα που το χρησιμοποιούσαν ως «αποκούμπι» κόντρα στις ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Η επιτάχυνση του πολιτικού χρόνου μεταξύ της υπογραφής του πρώτου μνημονίου και της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου 2011 ήταν μοιραία για το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, οδηγώντας το σε σπασμωδικές αντιδράσεις απέναντι στην ολοένα και εντεινόμενη αγανάκτηση του ίδιου του κόσμου που δεχόταν τη μία νεοφιλελεύθερη πολιτική επίθεση μετά την άλλη από τα πολιτικά κέντρα της τρόικας και της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ. Η 28η Οκτωβρίου βιώθηκε ως Βατερλό του ΠΑΣΟΚ, όταν οι επίσημες αρχές εξαφανίστηκαν από προσώπου γης καθώς οι εξεγερμένοι πολίτες πήραν τις παρελάσεις στα χέρια τους. Από εκεί και πέρα, και με τον Ε. Βενιζέλο στην προεδρία του, άρχισε η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο ως «κόμμα καρτέλ», αλλά και ως «αποκούμπι». Προσωρινά παίζει το ρόλο του «κόμματος-μπαλαντέρ-εκβιαστή», για να παίζει παιχνίδι εξουσίας μολονότι δεν έχει πια τη δύναμη των μαζών με το μέρος του. Ίσως είναι νωρίς να θεωρούμε εντελώς «τελειωμένο» το ΠΑΣΟΚ.
Συναρπαστική(;) σύγκρουση
Αυτή η τελευταία επισήμανση συμβολίζεται με το ερωτηματικό που έβαλαν οι Ελευθερίου και Τάσσης στον τίτλο του βιβλίου τους. Οι συγγραφείς ασχολούνται πρώτα-πρώτα με την οργάνωση του ΠΑΣΟΚ από την ίδρυσή του ως τη σημερινή του καχεξία. Καταλαβαίνω πως θα ξενίσει όσους/ες βρίσκουν βαρετή την ενασχόληση με τα οργανωτικά -που σημαίνει καταστατικά, νομικισμός φορμαλισμός και όλα τα ταπεινά καθήκοντα της έρευνας αυτής. Σκεφτείτε, όμως, τις μάχες που δίνονται για την παραμικρή διατύπωση μιας υποπαραγράφου αλλά και για μείζονος σημασίας διακυβεύματα, όπως οι συνιστώσες ή οι τάσεις. Δεν είναι συναρπαστικές; Ή θυμηθείτε τη σύγκρουση με αντικείμενο τους φίλους και τα μέλη, που στο ΠΑΣΟΚ διαρκεί ήδη από το 1990, όπως μας θυμίζουν οι συγγραφείς. Δεύτερον, μας δίνουν, έστω και πιο «μαζεμένα», τις κάθε φορά μεταλλαγές των πολιτικών που άσκησε το ΠΑΣΟΚ είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση και το πολιτικό-κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της κάθε εποχής. Τρίτον, δεν είναι ένα δοκίμιο που κλείνεται στα εγχώρια δεδομένα, καθώς εντάσσει την άνοδο και κάθοδο της δύναμης και της επιρροής του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή το πλάτος και βάθος της κοινωνικής κινητοποίησης που επιτύγχανε, στο πλαίσιο του γενικότερου ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και των εξελίξεων της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας.
Θανάσης Τσακίρης
πηγή: Εποχή
Το φθινόπωρο του 1974 η ελληνική πολιτική σκηνή, που ξαναστηνόταν με την πρωτοβουλία της νεότευκτης Νέας Δημοκρατίας σε ρήξη ως ένα βαθμό με το προδικτατορικό καθεστώς, θα φιλοξενούσε ένα νέο φορέα πολιτικής δράσης, που τόσο η δεξιά και το ακόμη εκλογικά παραδοσιακό κέντρο όσο κι η αριστερά όλων των εκδοχών θα ήθελαν να έπαιζε ρόλο κομπάρσου. Όμως, θα στρογγυλοκαθόταν και θα απαιτούσε φορτικά να παίξει τον πρώτο ρόλο. Και τα κατάφερε. Το 1977 θα κέρδιζε το χειροκρότημα και το «βραβείο κοινού», δηλαδή το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το 1981 θα έπαιζε και τον πρώτο ρόλο και θα διεκδικούσε το ρόλο σκηνοθέτη, σεναριογράφου, σκηνογράφου κ.λπ.
Η αμήχανη αριστερά, κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική, ανανεωτική και δογματική, παρακολουθούσε άναυδη και ανίκανη να καταλάβει τι γινόταν. Από πού προέκυψε ένα κόμμα-κίνημα που θα της «έκλεβε» τα αιτήματα και τα συνθήματα, ενσωματώνοντάς τα στην περιβόητη «Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη», και θα καθίστατο «κυρίαρχο κόμμα» στο ελληνικό κομματικό σύστημα;. Γιατί η αριστερά έχανε το ένα ραντεβού με την Ιστορία μετά το άλλο και ο κόσμος της προτιμούσε ένα «αρχηγικό» και «λαϊκιστικό» ΠΑΣΟΚ;
Το ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, βασίστηκε στην αδυναμία της αριστεράς και στην προτίμηση που του έδειξε ο λαϊκός – εργατικός κόσμος πιστεύοντας ότι θα επέλθει επιτέλους η «αλλαγή» και το γκρέμισμα του κράτους της δεξιάς μαζί με την αποκατάσταση των εισοδημάτων της μισθωτής εργασίας από το στάσιμο πληθωρισμό και τη μείωση της ανεργίας, που είχε αυξηθεί λόγω της πετρελαϊκής κρίσης. Αυτή η τελευταία, μαζί με την κακοδιαχείριση, επέφερε το κλείσιμο ολόκληρων βιομηχανικών εγκαταστάσεων, των «προβληματικών επιχειρήσεων».
Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ έχοντας βάλει πλώρη για την κυβερνητική εξουσία αναδιατάσσει την οργάνωση και διαμορφώνει κατάλληλα τον πολιτικό λόγο του ώστε να εξελιχθεί σε πολυσυλλεκτικό κόμμα. Από το 1974 ως το 1981, το ΠΑΣΟΚ διέτρεξε τον ιστορικό πολιτικό χρόνο που τα κλασικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διάνυσαν σε περισσότερο από έναν αιώνα. Μετεξελίχθηκε από κόμμα στελεχών (1974) σε κόμμα μαζών και, βαίνοντας προς το θρίαμβο του 1981, σε πολυσυλλεκτικό, ενσωματώνοντας στις γραμμές του ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα.
Το μαζικό κόμμα του κράτους
Από το σημείο αυτό και πέρα το ΠΑΣΟΚ γίνεται το μαζικό «κόμμα του κράτους» και οικοδομεί το κομματικό σύστημα-καρτέλ. Όλες αυτές οι μεταβολές δημιουργούσαν, όπως ήταν λογικό, διαφορετικές εσωτερικές «αντιπολιτεύσεις» αριστερής διαμαρτυρίας, που στις περισσότερες περιπτώσεις απομονώνονταν, εν ονόματι της προσμονής της κυβερνητικής αλλαγής και της διατήρησης της κυβέρνησης της αλλαγής. Κοινός ιδεολογικός παρονομαστής των διαφωνούντων ήταν η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη. Η μαζικότερη αμφισβήτηση ήταν η δημιουργία της ΣΣΕΚ, καθώς επρόκειτο για σύγκρουση με αντικείμενο την ακολουθητέα κυβερνητική πολιτική το 1985: με την έναρξη της δεύτερης θητείας το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ είχε αρχίσει να υπηρετεί πλέον το κράτος και όχι την κοινωνία.
Η ρήξη του ΠΑΣΟΚ με την κοινωνική του βάση δεν ήταν ευθύγραμμη. Οι γενιές των μελών και οπαδών του ΠΑΣΟΚ που προσδοκούσαν «τις καλύτερες μέρες» (σύνθημα του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1985), δεν έλκονταν από την αναποτελεσματικότητα της διασπασμένης αριστεράς και την απειλητική επανεμφάνιση της μητσοτακικής ΝΔ που δήλωνε ανοιχτά ότι θα επιβάλει νεοφιλελεύθερη πολιτική ακυρώνοντας τις όποιες κοινωνικές κατακτήσεις της περιόδου 1981-1985. Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ, παρά το λεγόμενο «βρώμικο ’89», κατάφερε να αντέξει στις τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και να επανέλθει θριαμβευτικά στις εκλογές του 1993 μετά από τις σκληρές κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, ειδικά του τελευταίου έτους προτού καταρρεύσει η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ΝΔ. Όμως, η επάνοδος στην κυβερνητική θητεία δεν είχε τον ίδιο χαρακτήρα σε σχέση με το 1981.
Η ανάγκη της προσαρμογής της οικονομίας στη βάση της πολιτικής της Συμφωνίας του Μάαστριχτ οδηγούσε σε οδυνηρές μεταλλάξεις της πολιτικής φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ που θα εμπεδώνονταν μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας και της προεδρίας του κόμματος από τον «εκσυγχρονιστή» Κ. Σημίτη με τη βοήθεια των τεχνοκρατικών στελεχών και την κρίσιμη υποστήριξή του από το συνδικαλιστικό σώμα του ΠΑΣΟΚ (συνέβαλε και με την άνοδο μελών του σε κυβερνητικά αξιώματα).
Πολύ μακριά από την κοινωνία
Όμως, οι ταξικές κοινωνικές συγκρούσεις που ακολούθησαν (2000, γενικές απεργίες για το Ασφαλιστικό) έδειξαν καθαρά ότι το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα του κράτους ήταν πια πολύ μακριά από την κοινωνία και τις διαθέσεις της. Η ήττα του 2003 επισημοποίησε αυτή τη ρήξη. Η απόπειρα του Γ. Παπανδρέου να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, προσπαθώντας να συμβολίσει τη σύζευξη του παλιού (ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80) με το νέο («συμμετοχική δημοκρατία»), οδηγήθηκε εκ των πραγμάτων σε αδιέξοδα που οδήγησαν στη νέα ήττα.
Η εμφάνιση του Ε. Βενιζέλου το βράδυ της εκλογικής ήττας του 2007 έδειξε ότι ετοιμαζόταν εφεδρική κατάσταση που θα χρησίμευε στο κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, καθώς τα σημάδια της επερχόμενης οικονομικής κρίσης ήταν ορατά και η Νέα Δημοκρατία θα έχανε «πανηγυρικά» την κυβερνητική εξουσία έχοντας στην πλάτη της την πρώτη μαζική εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008.
Το 2009, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ παραλαμβάνει την κυβέρνηση και την «καυτή πατάτα». Εξαντλεί πολύ γρήγορα τα αποθέματα πολιτικής και κοινωνικής δύναμης που διαθέτει από χρόνια, ως πολιτικός Ιανός, τόσο λόγω της πρόσδεσής του στο κράτος όσο και της διαρκούς ανανέωσης της στήριξής του από τις ανερχόμενες κοινωνικές ταξικές μερίδες, αλλά και από ευρέα εργατικά-λαϊκά στρώματα που το χρησιμοποιούσαν ως «αποκούμπι» κόντρα στις ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Η επιτάχυνση του πολιτικού χρόνου μεταξύ της υπογραφής του πρώτου μνημονίου και της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου 2011 ήταν μοιραία για το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, οδηγώντας το σε σπασμωδικές αντιδράσεις απέναντι στην ολοένα και εντεινόμενη αγανάκτηση του ίδιου του κόσμου που δεχόταν τη μία νεοφιλελεύθερη πολιτική επίθεση μετά την άλλη από τα πολιτικά κέντρα της τρόικας και της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ. Η 28η Οκτωβρίου βιώθηκε ως Βατερλό του ΠΑΣΟΚ, όταν οι επίσημες αρχές εξαφανίστηκαν από προσώπου γης καθώς οι εξεγερμένοι πολίτες πήραν τις παρελάσεις στα χέρια τους. Από εκεί και πέρα, και με τον Ε. Βενιζέλο στην προεδρία του, άρχισε η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο ως «κόμμα καρτέλ», αλλά και ως «αποκούμπι». Προσωρινά παίζει το ρόλο του «κόμματος-μπαλαντέρ-εκβιαστή», για να παίζει παιχνίδι εξουσίας μολονότι δεν έχει πια τη δύναμη των μαζών με το μέρος του. Ίσως είναι νωρίς να θεωρούμε εντελώς «τελειωμένο» το ΠΑΣΟΚ.
Συναρπαστική(;) σύγκρουση
Αυτή η τελευταία επισήμανση συμβολίζεται με το ερωτηματικό που έβαλαν οι Ελευθερίου και Τάσσης στον τίτλο του βιβλίου τους. Οι συγγραφείς ασχολούνται πρώτα-πρώτα με την οργάνωση του ΠΑΣΟΚ από την ίδρυσή του ως τη σημερινή του καχεξία. Καταλαβαίνω πως θα ξενίσει όσους/ες βρίσκουν βαρετή την ενασχόληση με τα οργανωτικά -που σημαίνει καταστατικά, νομικισμός φορμαλισμός και όλα τα ταπεινά καθήκοντα της έρευνας αυτής. Σκεφτείτε, όμως, τις μάχες που δίνονται για την παραμικρή διατύπωση μιας υποπαραγράφου αλλά και για μείζονος σημασίας διακυβεύματα, όπως οι συνιστώσες ή οι τάσεις. Δεν είναι συναρπαστικές; Ή θυμηθείτε τη σύγκρουση με αντικείμενο τους φίλους και τα μέλη, που στο ΠΑΣΟΚ διαρκεί ήδη από το 1990, όπως μας θυμίζουν οι συγγραφείς. Δεύτερον, μας δίνουν, έστω και πιο «μαζεμένα», τις κάθε φορά μεταλλαγές των πολιτικών που άσκησε το ΠΑΣΟΚ είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση και το πολιτικό-κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της κάθε εποχής. Τρίτον, δεν είναι ένα δοκίμιο που κλείνεται στα εγχώρια δεδομένα, καθώς εντάσσει την άνοδο και κάθοδο της δύναμης και της επιρροής του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή το πλάτος και βάθος της κοινωνικής κινητοποίησης που επιτύγχανε, στο πλαίσιο του γενικότερου ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και των εξελίξεων της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας.
Θανάσης Τσακίρης
πηγή: Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)