Παλαιότερα -Σεπτέμβριος του 2004- δημοσίευσα ένα άρθρο στο περιοδικό In Extremis του Κιλκίς με τον τίτλο «Μαζική εθνικιστική υστερία;» Παραθέτω δύο σύντομα εδάφια από το συγκεκριμένο κείμενο ως ένα είδος προοιμίου στο τωρινό άρθρο μου.
«…Η πολιτική κουλτούρα της χώρας μας, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, σφραγίζεται από τις συντηρητικές αντιλήψεις για τη ζωή.
Ο φόβος για το ξένο, η ανασφάλεια για την πιθανή απώλεια της «ταυτότητάς» μας, ο επαρχιωτισμός, η αναζήτηση «θαλπωρής» στο παρελθόν μας, συνθέτουν την εικόνα της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης…».
«…Να υψώσουμε φωνή διαμαρτυρίας, ειδάλλως οι «φονιάδες» θα αποθρασυνθούν. Θα προσπαθήσουν να ακυρώσουν την αξία των «Άλλων», των συνανθρώπων μας. Για να δολοφονήσεις κάποιον επειδή έχει διαφορετικό δέρμα, μιλάει διαφορετική γλώσσα, έχει διαφορετική βιοτροπία και συνήθειες, είναι ένας «Άλλος», πρέπει πρώτα να ακυρώσεις την ανθρώπινη υπόστασή του, να τον καταστήσεις μέσα στο δηλητηριασμένο σου μυαλό σε «υπάνθρωπο», για τον οποίο μπορείς να ορίζεις και τη ζωή και το θάνατό του».
Αυτές οι αράδες γράφτηκαν για το κοινό μιας επαρχιακής πόλης - κοντά δέκα χρόνια τώρα. Όταν δηλαδή σε όλη την ελληνική επικράτεια είχε επιβληθεί σιγή… ασυρμάτου για την εμφάνιση του «κακού» και τη δηλητηρίαση της καθημερινότητας μας. Τώρα εκ του ασφαλούς, αναλύουν οι «ειδήμονες» και οι γνωμηγήτορες ενός προβληματικού συστήματος πληροφόρησης τις εκλογικές επιδόσεις του «μορφώματος»: με λεκτικές επινοήσεις προσπαθούν να εξορκίσουν το «κακό» και την ισχύ του και, φυσικά, να αποποιηθούν τις δικές τους ευθύνες, τη δική τους μακρόχρονη συμβολή στην ανάδυση του στην καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά και τούτη την κρίσιμη στιγμή εθελοτυφλούν, αποπροσανατολίζουν, αποσιωπούν, παραπληροφορούν, αυταπατώνται, εμπαίζουν, υπερβάλλουν, συγχέουν: θύματά τους οι πολίτες και η δημοκρατική κοινωνία. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια άλλη γλώσσα στη δημόσια προσέγγιση των πολιτικών και κοινωνικών μας πραγμάτων, διότι «μια άλλη γλώσσα είναι ένα άλλο ήθος». [Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά]
Το καθεστώς της οργανωμένης δημοσιότητας και της οργανωμένης ενημέρωσης/πληροφόρησης στη χώρα μας έχει αποτύχει πλήρως: η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους μικρόνοες και ορκισμένους εχθρούς της, αλλά από τη διαρκή υπόσκαψη των θεμελίων της εκ των έσω – η «επιλεκτική» υπερβολή και η «στρατευμένη» ασυδοσία των μέσων ενημέρωσης κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για κάθε εχέφρονα πολίτη υπόχρεου στο συνταγματικό πατριωτισμό. Στο προβληματικό καθεστώς της δημοσιότητας συμπεριλαμβάνω και εκείνη τη μερίδα των πανεπιστημιακών, που στο βωμό της δημόσιας αναγνώρισης καταρρακώνουν κάθε έννοια κριτικού επιστημονικού λόγου. Οι ευθύνες τους είναι τεράστιες για τα αδιέξοδα της χώρας. Όσα λέγονται και γράφονται αυτές τις ημέρες, αναφορικά με τον εγκληματικό χαρακτήρα του «μορφώματος», αποτελούν μνημεία του πνευματικού αδιεξόδου και της αθλιότητας μέσα στην οποία κινείται η διανοητική τάξη της χώρας. Η υποβάθμιση ή καλύτερα η ουσιαστική αποσιώπηση, του αντισημιτικού χαρακτήρα του «κακού» αποτελεί τη σαφέστερη ένδειξη για αυτή την αθλιότητα μέσα στην οποία λούζονται καθημερινά οι λόγιοι αυτού του τόπου.
Εάν προσπαθήσει κανείς να αλιεύσει μέσα στη θολή θάλασσα των κειμένων και των απόψεων που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια, με αφορμή τη μεταχρονολογημένη καρικατούρα του χιτλερισμού στην Ελλάδα, μια έστω και υποτυπώδη διάκριση ανάμεσα στον ιστορικό φασισμό και στο νατσισμό θα απογοητευθεί: ο όρος φασισμός και τα παράγωγά του διαθέτουν εμφανώς το «προβάδισμα» απέναντι στο νατσισμό – είναι χαρακτηριστική η κουτοπονηριά με την οποία διάφοροι συντηρητικοί εμμένουν στη χρήση του όρου «εθνικοσοσιαλισμός» για να στιγματίσουν τους αντιπάλους τους (άλλη μια περίπτωση άμβλυνσης των πολιτικών και κοινωνικών αντανακλαστικών απέναντι στο «κακό» και τις συνέπειές του) ή η αντιφασιστική ιδεολογία του συνόλου της Αριστεράς (αναρχικής, κομμουνιστικής, σοσιαλιστικής) που αντιμετωπίζει το φαινόμενο ως απόρροια του «συστήματος» (με τις ίδιες πάλι συνέπειες άμβλυνσης των αντανακλαστικών αντίδρασης των πολιτών).
Και, όμως, είναι ο ακραίος και ασύλληπτος για κάθε ανθρώπινο νου αντισημιτισμός που διάκρινε τον νατσισμό από τον ιστορικό φασισμό: προσωποποιώντας τα λεγόμενα – ούτε ο Μπ. Μουσολίνι, ούτε ο Φράνκο, ούτε ο Ι. Μεταξάς μπορούν στα σοβαρά να συγκριθούν με τον Α. Χίτλερ. Και είναι αυτή η σχέση με τη δολοφονική διάταξη καρλσμιτιανού τύπου ανάμεσα σε «αφεντανθρώπους» [Ηerrenmenschen, η μετάφραση είναι δική μου] και «υπανθρώπους» [Untermenschen] που συνδέει τη Χρυσή Αυγή με το χιτλερισμό: το πολιτικό καθεστώς της διαφθοράς και της κλεπτοκρατίας και μαζί του όλος ο αντιπολιτευόμενος «αντιφασισμός» της Αριστεράς επιχειρούν να απομονώσουν τα εγκληματικά χαρακτηριστικά του «μορφώματος» αποσιωπώντας τον «πολιτικοποιημένο» χαρακτήρα αυτών των εγκλημάτων – το «κακό» εμφανίζεται ως σκιά του πολιτισμού της νεωτερικότητας (και του νομικού πολιτισμού της: κυρίως αυτού). Το «κακό» δε χρειάζεται να βαυκαλίζεται ότι είναι αντισυστημικό, όπως διατείνονται οι «αντισυστημικοί» της Αριστεράς, ούτε χολώνεται με τις εναντίον του αιχμές ότι είναι υπηρέτης των ισχυρών του χρήματος, διότι το ίδιο γνωρίζει ότι είναι «αντιπολιτισμικό» και απλώς περιμένει τον καιρό του: με τα λόγια ενός καταδικασθέντος στη Δίκη της Νυρεμβέργης στους Αμερικανούς ανακριτές του: «Ο Χίτλερ είναι πέραν πάσης νομιμότητος». Εδώ ριζώνει η ιδεολογία του θανάτου: η δικαιοσύνη της συντεταγμένης δημοκρατικής πολιτείας οφείλει να δώσει την ποινή που αναλογεί στα μέλη του συγκεκριμένου «πολιτικού-εγκληματικού» σχηματισμού: η κοινωνία οφείλει να εξαλείψει την ιδεολογική θεμελίωση αυτής της χίμαιρας – η κρίση εξηγεί τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων, δεν εξηγεί όμως την αποδοχή της απανθρωπίας ως μέσου λύσεως των προβλημάτων της.
Δεν είμαστε οι μόνοι με οικονομικά προβλήματα, ούτε η μόνη χώρα με ακροδεξιούς πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά είμαστε οι μοναδικοί που διαθέτουν ένα «κίνημα» αμιγώς νατσιστικό, όπου ο αντισημιτισμός αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ιδεολογικοπολιτικής συγκρότησής του. Αυτός ο τύπος επιθετικού πολιτικού αντισημιτισμού συνιστά από μόνος του προτροπή προς το μαζικό έγκλημα: σαν και εκείνο που συγκλόνισε τον προηγούμενο αιώνα την ανθρωπότητα και στιγμάτισε το σύγχρονο άνθρωπο.
Και, όμως, αυτή η διάταξη εχθρού-φίλου, η οποία καταλογίζει στον «Εβραίο» μια εξαιρετική από κάθε άποψη θέση στην ιστορία και προσδίδει στον πολιτικό αντισημιτισμό μια «ιστορικοφιλοσοφική» ή καλύτερα «θεολογικο-ιστορική» διάσταση, αποσιωπάται συστηματικά από τους γνωμηγήτορες του ελληνικού συστήματος πληροφόρησης και διάφορους καθεστωτικούς λόγιους.
Υποθέτουμε -χωρίς να είμαστε βέβαιοι- από άγνοια: για αυτό η κριτική στον πολιτικό αντισημιτισμό ως κινητήριου ιδεολογικοπολιτικού μοχλού της «κοσμοθεωρίας» (λέξη μεταφρασμένη από τα γερμανικά) της Χρυσής Αυγής είναι χλιαρή έως ανύπαρκτη – οι ελάχιστες αναφορές στην άρνηση του Ολοκαυτώματος δεν συνδέονται πρωτίστως με τον αντισημιτισμό, αλλά με διάφορα αντιγερμανικά στερεότυπα.
Και ενώ οι θύλακες της αντισημιτικής παραλογίας είναι εξαιρετικά επινοητικοί στην παραποίηση της καθημερινής γλώσσας και ενώ το «κακό» εργάσθηκε (και θα εξακολουθεί να εργάζεται) με ζήλο για την επικράτησή του, οι υπόλοιποι αρνούνται να αντιμετωπίσουν κατάματα την όποια εκλεκτική συγγένειά τους, τον όποιο κοινό παρονομαστή μαζί του: και ο βασικός κοινός παρανομαστής για τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού με το «κακό» είναι ο αντισημιτισμός.
Κανείς θα μπορούσε να σταχυολογήσει διάφορους λόγους για την πολιτική και κοινωνική άνοδο του φαινομένου: υπογραμμίζουμε την έλλειψη πολιτικής παιδείας και την αδυναμία των καθεστωτικών κομμάτων να συμβάλλουν σε αυτήν – αντισημιτικές είναι πολλές εκδοχές της αντιφασιστικής και αντι-ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας της πολιτικής Αριστεράς, αντισημιτικό είναι και το φιλοσημιτικό «δέος» διαφόρων εκδοχών του πολιτικού νεοσυντηρητισμού.
Ότι στο τέλος οι εγκληματίες θα επικαλεσθούν διεθνή αμερικανοσιωνιστική συνομωσία για να εξηγήσουν τις διώξεις εναντίον τους είναι βέβαιο: και αυτό συνιστά μια ακόμη πτυχή της παραλογίας τους – όποιος νομίζει ότι μπορεί να ξεμπερδέψει με το «κακό» με την «καταγόρευση» της Χρυσής Αυγής σε απλή εγκληματική οργάνωση παραγνωρίζει την ισχύ του κινητήριου μοχλού της: τον διάχυτο στην ελληνική κοινωνία αντισημιτισμό και τις θεωρίες συνομωσίας που τον συνοδεύουν.
Σημείωση : Βλ. και το άρθρο Όμηρος Ταχμαζίδης, Πολιτική ολιγωρία και ανάδυση της απανθρωπίας.
Ανακοίνωση: Την Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013 (8 μ.μ.) θα πραγματοποιηθεί η δεύτερη φιλοσοφική νυκτηγορία (β΄ περίοδος) με τον Όμηρο Ταχμαζίδη στο καφέ ΓΑΖΙΑ ( Καρόλου Ντηλ 22 – Θεσσαλονίκη) με θέμα: «Ενημέρωση, επαγγελματικός κανόνας και ηθική – προοπτικές για μια άλλη δημοσιότητα». Η είσοδος είναι ελεύθερη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)