Το Κερατσίνι είναι μια από τις «πόλεις της σιωπής», με την έννοια που τους προσέδωσε ο Ιταλός φιλόσοφος Αντόνιο Γκράμσι. Υπήρχε μια ένοχη σιωπή του αστικού κράτους του Μεσοπολέμου απέναντι στον προσφυγικό πληθυσμό . μια ένοχη σιωπή που λειτούργησε υποδόρια για χρόνια κάτω από το μένος των προσφύγων αλλά και της δυσφορίας του λαϊκού εργατικού πληθυσμού που προϋπήρχε σ’ αυτές τις περιοχές.
Το 1929, η Γενική Εταιρεία Ηλεκτροφωτισμού (Πάουερ) θα δημιουργήσει ένα μεγάλο εργοστάσιο στο Κερατσίνι, τον ΑΗΣ του Αγίου Γεωργίου. Ένα εργοστάσιο – αδηφάγο βιομηχανικό μνημείο, που μόνο μνημείο δεν είναι αφού λειτουργεί αδιάλειπτα έως σήμερα και που στην καθημερινότητα των ανθρώπων με το πέρασμα των χρόνων θα γίνει γνωστό ως «δράκος». Το εργοστάσιο αυτό στη συλλογική συνείδηση έχει αποτυπωθεί ως σημείο αναφοράς για δύο εντελώς διαφορετικούς λόγους: από τη μια ως σημείο αυτοθυσίας των μελών του Ε.Λ.Α.Σ και του «Καπετάνιου» Νίκανδρου Κεπέση για να προστατέψουν τη λειτουργία του από την εκδικητική μανία των Γερμανών και από την άλλη ως σημείο διαρκούς και ανατροφοδοτούμενης συναλλαγής των εκάστοτε δημοτικών αρχών με την κεντρική εξουσία.
Το ότι οικοδομείται εκείνη την εποχή το εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι δεν είναι καθόλου τυχαίο. Εδώ ζουν 11.000 πρόσφυγες, ανεξάντλητη πηγή φτηνής εργατικής δύναμης για όλες τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις που απλώνονται κατά μήκος της ακτογραμμής του Κερατσινίου. Η σιδηροδρομική γραμμή που κατέληγε στον λεγόμενο σταθμό Λαρίσης, στην αποβάθρα του λιμανιού στον Άγιο Διονύση, αποτελούσε το σύνορο δύο κόσμων: από τη μια ο αστικός πληθυσμός του κέντρου του Πειραιά και από την άλλη ο προσφυγικός πληθυσμός των ελών και των εργοστασίων. Το σύνορο αυτό δε χαράχτηκε διόλου τυχαία, σύμφωνα με τον αμερικανό μελετητή Τζέρι Μέιντερ, αφού σκόπιμα ο προσφυγικός πληθυσμός έπρεπε να μείνει στο περιθώριο, μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, διατηρώντας ταυτόχρονα μια σχετική αυτονομία, ώστε να απορροφώνται οι σχετικοί κοινωνικοί κραδασμοί και οι αναμενόμενες εντάσεις.
Οι κάτοικοι όμως του Κερατσινίου δεν έμειναν εγκλωβισμένοι στα αόρατα τείχη που συνέχιζε να υψώνει με τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο το μεταπολεμικό αστικό κράτος. Οργανώσουν γρήγορα διάφορους τοπικούς συλλόγους για να δημιουργήσουν και να διεκδικήσουν. Υπό αυτό το πρίσμα, όχι μόνο δεν υποκύπτουν στις πιέσεις, στα ρατσιστικά φαινόμενα και στα αρνητικά στερεότυπα που δέχονται, αλλά λειτουργούν σαν πηγές ενέργειας με συνεχή ανατροφοδότηση. Το προσφυγικό στοιχείο της περιοχής κοινωνεί τον τρόπο σκέψης του στους προλετάριους και στα λαϊκά στρώματα της περιφέρειας του Πειραιά, έτσι ώστε πολύ σύντομα όλος ο πληθυσμός πια αποκτά μια ξεχωριστή δυναμική. Η εξωστρέφεια των προσφύγων, οι επικοινωνιακές σχέσεις τους, η αλληλεγγύη που δείχνουν, τα κοινωνικά δίκτυα που οικοδομούν, οι γειτονιές και οι κοινές αυλές και η κοινότητα των συναισθημάτων τους είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που συνθέτουν τη βάση πάνω στην οποία εδράζεται και αναπτύσσεται η δημιουργικότητα και η μαχητικότητά τους.
Ως ένα δείγμα της μαχητικότητας αυτής είναι η τεράστια κινητοποίηση των κατοίκων στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ώστε να μη λειτουργήσει η χαβούζα στην περιοχή του Σχιστού. Τα σχέδια της κυβέρνησης ματαιώνονται και ο λαϊκός αγώνας γίνεται κινηματογραφική ταινία που πρωταγωνιστεί ο Θανάσης Βέγγος και σκηνοθετεί ο Θόδωρος Μαραγκός με τον εύγλωττο τίτλο «Από πού πάνε για τη χαβούζα;» Ήδη όμως στο Σχιστό λειτουργούσε η χωματερή (Σταθμός Μεταφόρτωσης Αττικής σήμερα), με εκατοντάδες απορριμματοφόρα από κάθε γωνιά της Αττικής να διασχίζουν τις γειτονιές του.
Από ετούτη εδώ τη χωματερή πετάχτηκαν τα φαντάσματα του φασισμού κι από τα «καζάνια» του Περάματος και από τα χαμηλά σπίτια της Κοκκινιάς. Φαντάσματα που απέκτησαν σάρκα, με τον αγκυλωτό σταυρό χαραγμένο πάνω της. Όμως ο λαός των συνοικιών της περιφέρειας του Πειραιά έχει αποδείξει ότι πληρώνει με αίμα τον αντιφασιστικό αγώνα του (πρώτα η Μάχη της Κοκκινιάς και λίγους μήνες αργότερα η Μάχη της Ηλεκτρικής). Κι ακόμα, έχει αποδείξει ότι έχει μνήμη και αυτή η συλλογική μνήμη μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Εκατοντάδες μαθητές και φοιτητές του Κερατσινίου συμμετέχουν ενεργά σε αντιφασιστικές εκδηλώσεις μετά τη δολοφονία του Παύλου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που δύο από τις κύριες οδικές αρτηρίες της πόλης, η μία ονομάζεται «λεωφόρος Γρηγορίου Λαμπράκη» και η άλλη «λεωφόρος Δημοκρατίας».
Πηγή: trenomag.wordpress.com
Το 1929, η Γενική Εταιρεία Ηλεκτροφωτισμού (Πάουερ) θα δημιουργήσει ένα μεγάλο εργοστάσιο στο Κερατσίνι, τον ΑΗΣ του Αγίου Γεωργίου. Ένα εργοστάσιο – αδηφάγο βιομηχανικό μνημείο, που μόνο μνημείο δεν είναι αφού λειτουργεί αδιάλειπτα έως σήμερα και που στην καθημερινότητα των ανθρώπων με το πέρασμα των χρόνων θα γίνει γνωστό ως «δράκος». Το εργοστάσιο αυτό στη συλλογική συνείδηση έχει αποτυπωθεί ως σημείο αναφοράς για δύο εντελώς διαφορετικούς λόγους: από τη μια ως σημείο αυτοθυσίας των μελών του Ε.Λ.Α.Σ και του «Καπετάνιου» Νίκανδρου Κεπέση για να προστατέψουν τη λειτουργία του από την εκδικητική μανία των Γερμανών και από την άλλη ως σημείο διαρκούς και ανατροφοδοτούμενης συναλλαγής των εκάστοτε δημοτικών αρχών με την κεντρική εξουσία.
Το ότι οικοδομείται εκείνη την εποχή το εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι δεν είναι καθόλου τυχαίο. Εδώ ζουν 11.000 πρόσφυγες, ανεξάντλητη πηγή φτηνής εργατικής δύναμης για όλες τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις που απλώνονται κατά μήκος της ακτογραμμής του Κερατσινίου. Η σιδηροδρομική γραμμή που κατέληγε στον λεγόμενο σταθμό Λαρίσης, στην αποβάθρα του λιμανιού στον Άγιο Διονύση, αποτελούσε το σύνορο δύο κόσμων: από τη μια ο αστικός πληθυσμός του κέντρου του Πειραιά και από την άλλη ο προσφυγικός πληθυσμός των ελών και των εργοστασίων. Το σύνορο αυτό δε χαράχτηκε διόλου τυχαία, σύμφωνα με τον αμερικανό μελετητή Τζέρι Μέιντερ, αφού σκόπιμα ο προσφυγικός πληθυσμός έπρεπε να μείνει στο περιθώριο, μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, διατηρώντας ταυτόχρονα μια σχετική αυτονομία, ώστε να απορροφώνται οι σχετικοί κοινωνικοί κραδασμοί και οι αναμενόμενες εντάσεις.
Οι κάτοικοι όμως του Κερατσινίου δεν έμειναν εγκλωβισμένοι στα αόρατα τείχη που συνέχιζε να υψώνει με τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο το μεταπολεμικό αστικό κράτος. Οργανώσουν γρήγορα διάφορους τοπικούς συλλόγους για να δημιουργήσουν και να διεκδικήσουν. Υπό αυτό το πρίσμα, όχι μόνο δεν υποκύπτουν στις πιέσεις, στα ρατσιστικά φαινόμενα και στα αρνητικά στερεότυπα που δέχονται, αλλά λειτουργούν σαν πηγές ενέργειας με συνεχή ανατροφοδότηση. Το προσφυγικό στοιχείο της περιοχής κοινωνεί τον τρόπο σκέψης του στους προλετάριους και στα λαϊκά στρώματα της περιφέρειας του Πειραιά, έτσι ώστε πολύ σύντομα όλος ο πληθυσμός πια αποκτά μια ξεχωριστή δυναμική. Η εξωστρέφεια των προσφύγων, οι επικοινωνιακές σχέσεις τους, η αλληλεγγύη που δείχνουν, τα κοινωνικά δίκτυα που οικοδομούν, οι γειτονιές και οι κοινές αυλές και η κοινότητα των συναισθημάτων τους είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που συνθέτουν τη βάση πάνω στην οποία εδράζεται και αναπτύσσεται η δημιουργικότητα και η μαχητικότητά τους.
Ως ένα δείγμα της μαχητικότητας αυτής είναι η τεράστια κινητοποίηση των κατοίκων στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ώστε να μη λειτουργήσει η χαβούζα στην περιοχή του Σχιστού. Τα σχέδια της κυβέρνησης ματαιώνονται και ο λαϊκός αγώνας γίνεται κινηματογραφική ταινία που πρωταγωνιστεί ο Θανάσης Βέγγος και σκηνοθετεί ο Θόδωρος Μαραγκός με τον εύγλωττο τίτλο «Από πού πάνε για τη χαβούζα;» Ήδη όμως στο Σχιστό λειτουργούσε η χωματερή (Σταθμός Μεταφόρτωσης Αττικής σήμερα), με εκατοντάδες απορριμματοφόρα από κάθε γωνιά της Αττικής να διασχίζουν τις γειτονιές του.
Από ετούτη εδώ τη χωματερή πετάχτηκαν τα φαντάσματα του φασισμού κι από τα «καζάνια» του Περάματος και από τα χαμηλά σπίτια της Κοκκινιάς. Φαντάσματα που απέκτησαν σάρκα, με τον αγκυλωτό σταυρό χαραγμένο πάνω της. Όμως ο λαός των συνοικιών της περιφέρειας του Πειραιά έχει αποδείξει ότι πληρώνει με αίμα τον αντιφασιστικό αγώνα του (πρώτα η Μάχη της Κοκκινιάς και λίγους μήνες αργότερα η Μάχη της Ηλεκτρικής). Κι ακόμα, έχει αποδείξει ότι έχει μνήμη και αυτή η συλλογική μνήμη μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Εκατοντάδες μαθητές και φοιτητές του Κερατσινίου συμμετέχουν ενεργά σε αντιφασιστικές εκδηλώσεις μετά τη δολοφονία του Παύλου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που δύο από τις κύριες οδικές αρτηρίες της πόλης, η μία ονομάζεται «λεωφόρος Γρηγορίου Λαμπράκη» και η άλλη «λεωφόρος Δημοκρατίας».
Πηγή: trenomag.wordpress.com
Μιλά στο Κόκκινο ο συγγραφέας Θωμάς Σίδερης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)