του Δημήτρη Μπελαντή
Σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο
«Οι απόλυτες εξουσίες» του στρατάρχη
Πεταίν και η Σοσιαλιστική Διεθνής»,
ο γνωστός ιστορικός Γιώργος
Μαργαρίτης υποστηρίζει ότι η σοβιετική
εξωτερική πολιτική κατά την δεκαετία
του 1930 υπήρξε σε γενικές γραμμές μια πολιτική ειρηνική, αντιφασιστική και ενισχυτική της δημοκρατίας στην Ευρώπη.
«Οι απόλυτες εξουσίες» του στρατάρχη
Πεταίν και η Σοσιαλιστική Διεθνής»,
ο γνωστός ιστορικός Γιώργος
Μαργαρίτης υποστηρίζει ότι η σοβιετική
εξωτερική πολιτική κατά την δεκαετία
του 1930 υπήρξε σε γενικές γραμμές μια πολιτική ειρηνική, αντιφασιστική και ενισχυτική της δημοκρατίας στην Ευρώπη.
Καταλήγει, μάλιστα, να μεμφθεί τους βουλευτές του Κ.Κ. Γαλλίας, οι οποίοι ψήφισαν στο γαλλικό κοινοβούλιο κατά ουσιαστικά της χιτλεροσοβιετικής προσέγγισης και αποστασιοποιήθηκαν από το κόμμα τασσόμενοι υπέρ της «υπεράσπισης της πατρίδας» -ας σημειωθεί εδώ ότι στους βουλευτές αυτούς ανήκαν και ηγετικά στελέχη του κόμματος, οι οποίοι κατατάχθηκαν στον γαλλικό στρατό, αλλά και το γεγονός ότι κορυφαίοι κομμουνιστές που ζούσαν ως πρόσφυγες στην Γαλλία (όπως το μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κ.Κ. Γερμανίας Φράντς Ντάλεμ) αντέδρασαν αρνητικά και καταδίκασαν την συμφωνία Ρίμπεντροπ –Μολότοφ την 23.8.1939 οδηγώντας τα κόμματά τους σε πολιτική κρίση. Φτάνει δε στο σημείο ο Γ.Μ. να κατηγορήσει σχεδόν συλλογικά τους βουλευτές αυτούς του Κ.Κ. Γαλλίας ότι στην συνέχεια υποστήριξαν τον Πεταίν. Δηλαδή, όποιος απορρίψει την γραμμή του σταλινικού ιερατείου, είναι καταδικασμένος να καταλήξει στον «σοσιαλφασισμό» και τελικά στον αυθεντικό φασισμό.
Το σημαντικότερο, όμως, επιχείρημα του Γ.Μ. είναι ότι οι βουλευτές του Κ.Κ. Γαλλίας που διαφώνησαν με την Σοβιετική Ένωση δια του «αντισταλινισμού» κατέφυγαν στον αντικομμουνισμό ή ότι αυτά τα δύο ουσιαστικά είναι ταυτόσημα.
Τίθεται, βέβαια, το ερώτημα ποιά ακριβώς υπήρξε η συνεπής κομμουνιστική ή «σταλινική» εξωτερική πολιτική στην δεκαετία του 1930, πράγμα που δεν διευκρινίζει ο Γ.Μ. Ήταν η πολιτική των Λαϊκών Μετώπων και της συμμαχίας με τις δυτικές δημοκρατίες, από το 1934 ως το 1938, η πολιτική της απομόνωσης της περιόδου «τάξης εναντίον τάξης» του 1928-1934 ή η πολιτική του λεγόμενου αμυντικού συμφώνου με την ναζιστική Γερμανία του 1939-1941; Έχουν αυτές οι πολιτικές μια συνέχεια και συνοχή μεταξύ τους και μάλιστα αποτελούν, στην εξέλιξή τους, πραγματικό σημείο συνάντησης μεταξύ των συμφερόντων της Ε.Σ.Σ.Δ. και του διεθνούς εργατικού κινήματος; Ή αποτελούν απλώς μια «παλάντζα» (όπως θα έλεγε και ο «αναθεωρητής» Πουλαντζάς), κατόπιν στρατηγικών υπολογισμών κάθε φορά, της ασταθούς και αντιφατικής σοβιετικής γραφειοκρατίας; Ή μήπως αποτελούν, ακόμη παραπάνω, τις διαφορετικές στιγμές μιας τραγικής ιστορικής εξέλιξης όπως αυτή που έστελνε τον Σπούτνικ στο διάστημα σε μια εποχή όπου η κόκκινη σημαία έπεφτε στην γη; Γιατί, βεβαίως, η σχέση ανάμεσα στον Στάλιν και τον Χρουστσώφ παρά τις όποιες σημαντικές μετατοπίσεις ή «διευκρινίσεις» -μεταξύ των οποίων και η διασφάλιση της φυσικής ακεραιότητας της γραφειοκρατίας- ήταν κυρίως σχέση συνέχειας και όχι σχέση τομής.
Βεβαίως, ο Γ.Μ. ορθώς και με σχετική ακρίβεια εντοπίζει τις στρατηγικές ανεπάρκειες των Λαϊκών Μετώπων, και την αδυναμία τους να συμβάλουν ικανοποιητικά στους αγώνες του καλοκαιριού 1936 στην Γαλλία και στην προάσπιση των συμφερόντων των γάλλων εργατών. Αυτή η κριτική του συμβαδίζει με την (ορθή, κατά την εκτίμησή μας) κριτική πλέον του Κ.Κ.Ε. στον λαϊκομετωπισμό και την θεωρία των σταδίων, μια στρατηγική που ούτε τον φασισμό κατανίκησε ούτε την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης προώθησε ικανοποιητικά, αλλά ενέταξε στο κομμουνιστικό εργατικό κίνημα ως πάγιο στόχο την εξιδανίκευση και προστασία της αστικής δημοκρατίας. Γεννά, όμως, η οποιαδήποτε απόρριψη των σταδίων μια επαναστατική στρατηγική από μόνη της; Η μεταρρυθμιστική στροφή του διεθνούς Κ.Κ. μετά το 1935 –η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, προετοιμάζει την γραμμή του ειρηνικού περάσματος και της ειρηνικής συνύπαρξης με τον καπιταλισμό του Χρουστσώφ μετά το 1956 [1] –καθορίσθηκε μέσα από μια διάδραση και συνεννόηση των Δημητρόφ και Τολιάτι με την σταλινική καθοδήγηση και τον Ιωσήφ Στάλιν προσωπικά. Δεν ήταν μια παρέκκλιση από την σοβιετική γραμμή, αλλά μια δεξιόστροφη «διόρθωσή» της μετά την καθοριστική γερμανική ήττα του 1933. Επίσης, στο πλαίσιο αυτής της γραμμής, και μέσω των διπλωματικών πρωτοβουλιών του ΥΠΕΞ Μαξίμ Λιτβίνοφ οικοδομήθηκε ένα –ανεπιτυχές– μέτωπο μεταξύ της Ε.Σ.Σ.Δ. και των αγγλογάλλων ιμπεριαλιστών. Αποτέλεσμα αυτού του μετώπου ήταν όχι απλώς η γαλλική «παρένθεση» του Λαϊκού Μετώπου στα 1936-1937, αλλά ιδίως η καταστολή της ισπανικής επανάστασης από μια συμμαχία ανάμεσα στο ως τότε μικροσκοπικό Κ.Κ. Ισπανίας, την δεξιά τάση του Σοσιαλιστικού Κόμματος (Νεγκρίν, Πριέτο) και την σοβιετική μυστική αστυνομία στην Ισπανια (G.R.U. ή N.K.V.D., η οποία οργάνωσε και την αντεπαναστατική καταστολή στην Βαρκελώνη του 1937, καθώς και τη δολοφονία του ηγέτη του P.O.U.M. Αντρές Νιν). Παρά το γεγονός ότι ο Γ.Μ. υπαινίσσεται ότι θα έπρεπε να έχει χαραχθεί ένας άλλος πιο «επαναστατικός» δρόμος από εκείνον του Λαϊκού Μετώπου, δεν έχει τίποτε να πει για την καταστολή μιας υπαρκτής επανάστασης όπως η ισπανική (για την οποία υπάρχει πια εδώ και δεκαετίες εκτενέστατη βιβλιογραφία [2]) από την σταλινική γραφειοκρατία της Ε.Σ.Σ.Δ. και της τότε Κομμουνιστικής Διεθνούς, με σκοπό να μην διαταραχθεί η σχέση της Σ.Ε. με τους δυτικούς ιμπεριαλισμούς.
Πιθανόν, αυτός ο δισταγμός του Γ.Μ. να οφείλεται και σε μια γενικότερη και παλαιότερη επιφυλακτικότητά του απέναντι στις δυνατότητες της επαναστατικής υπόθεσης στον 20ο αιώνα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η κριτική στον λαϊκομετωπισμό ούτε προσανατολίζεται σε μια ταξική ανάλυση των πηγών αυτής της πολιτικής ούτε βάζει στο «κάδρο» αυτής της στρατηγικής μετατόπισης την μορφή του Στάλιν και την ηγετική ομάδα που τον περιέβαλλε. Εκτός αν θεωρηθεί ότι αυτή ήταν μια αναγκαστικά συμβιβαστική τακτική για να μην επισπευσθεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος -κάτι που φαίνεται να λέγεται ρητώς για το «αμυντικό σύμφωνο» Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε με σαφήνεια ότι η ήττα της ισπανικής επανάστασης και η κάμψη του γαλλικού εργατικού κινήματος (όπου συνέβαλε καθοριστικά η γραμμή του Κ.Κ. των Τορέζ-Ντυκλό, κατά την οποία «το Λαϊκό Μέτωπο δεν είναι η επανάσταση») έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση του φασισμού και στην έκρηξη του δεύτερου ιμπεριαλιστικού παγκοσμίου πολέμου. Τι απέδωσε, λοιπόν, στην πραγματικότητα αυτή η τακτική, αν όχι τον αντεπαναστατικό εκφυλισμό του εργατικού κινήματος και την μετατροπή του σταλινισμού, παρά τις όποιες ένδοξες στιγμές του, σε μια «εσωτερική αστυνομία» του κινήματος;
Μήπως, όμως, η μόνη πραγματικά κομμουνιστική πολιτική –και ίσως η μόνη πραγματικά «σταλινική»– ήταν η πολιτική της «τάξης εναντίον τάξης» της περιόδου 1928-1934 (στην οποία αναφέρεται και το σημαντικό, πρόσφατα εκδοθέν και στην Ελλάδα, βιβλίο του βρετανού μαρξιστή R.Palme-Dutt «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση»); Μήπως ήταν η μόνη περίοδος όπου ο «σταλινισμός» είχε μια επαναστατική δυναμική;
Δεν είμαι της άποψης ότι η γερμανική τραγωδία υπήρξε αποκλειστικό αποτέλεσμα του σεχταρισμού του Κ.Κ. και της γραμμής «τάξη εναντίον τάξης». Δεν είναι καθόλου προφανές ότι το Σ.Κ. (S.P.D.) θα αποδεχόταν μια γραμμή Ενιαίου Μετώπου ως πρόταση του Κ.Κ., όταν είχε απορρίψει και κοινές συνδικαλιστικές τακτικές ήδη το 1932. Και, επιπλέον, ακόμη και μετά την άνοδο του Χίτλερ στην διακυβέρνηση, το ίδιο κόμμα υποστήριζε ότι «θα μείνουμε και με τα δυο πόδια στο έδαφος της νομιμότητας». Επίσης, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι στην Βαϊμάρη το Σ.Κ. και το Κ.Κ. χωρίζονταν από το αίμα των Λούξεμπουργκ-Λήμπκνεχτ, αλλά και από την αντικομμουνιστική καταστολή του Σ.Κ. ως κυβερνητικού κόμματος (π.χ. Βερολίνο την 1.5.1929 όπου πολύνεκρη καταστολή από την αστυνομία του σοσιαλδημοκράτη Severing). Φυσικά αυτό δεν δικαιώνει καθόλου την αδικαιολόγητη ανθενωτική μανία ακόμη και κατά του μετώπου «από τα κάτω» που χαρακτήρισε το K.P.D. στα 1930-1933 φτάνοντας ως την κοινή απεργία με τα ναζιστικά συνδικάτα στην Πρωσία το 1932 αλλά και στα έωλα επιχειρήματα ότι ο φασισμός αποτελεί το έσχατο σημείο παρακμής του καπιταλισμού και ότι «μετά τον Χίτλερ θα έρθουμε εμείς». Θυμίζουμε εδώ ότι το φθινόπωρο του 1932 οι X.Νόυμαν και X. Ρέμμελε πρότειναν στο Π.Γ. του K.P.D. την αλλαγή τακτικής έναντι των σοσιαλδημοκρατών τόσο από τα κάτω όσο και από τα πάνω και η εισήγησή τους απορρίφθηκε από την πλειοψηφία υπό τον Έρνστ Ταίλμαν. Πρόκειται για μια αδιέξοδη στρατηγική που οδήγησε τους κομμουνιστές στην ήττα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, παρά τον ηρωϊκό αντιστασιακό αγώνα τους, που αποσιωπήθηκε από την μεταπολεμική γερμανική άρχουσα τάξη [3].
Παρά την τεράστια σημασία αυτής της στρατηγικής ήττας για το διεθνές κίνημα, η ομάδα των Ντιμιτρόφ, Τολιάτι και Μανουήλσκι στην Κ.Δ., όπως και η σοβιετική ηγεσία, έκαναν πάνω από έναν χρόνο να αναπροσανατολίσουν την στρατηγική τους, επιμένοντας ότι το K.P.D. είχε ακολουθήσει την ορθή στρατηγική γραμμή. Γι” αυτήν την τακτική δεν θα έπρεπε να τοποθετείται σήμερα επικριτικά όποιος εξακολουθεί να αναφέρεται στον μαρξισμό και τον κομμουνισμό; Ή μήπως οι κριτικές επισημάνσεις του Τρότσκυ στην γραμμή του K.P.D. στα 1930-1933 –οι οποίες κάθε άλλο παρά είναι φιλικές προς το S.P.D.– είναι από μόνες τους ένας λόγος και ένα αντεπιχείρημα για να νομιμοποιηθεί η σταλινική γραμμή ως «ορθή» και «ανεπίδεκτη κριτικής»;
Όμως, το Κ.Κ.Ε. σήμερα έχει στην πράξη σιωπηρά αποδεχθεί σημαντικό τμήμα των κριτικών του Τρότσκυ, όπως αυτές στον λαϊκομετωπισμό ή στην θεωρία των σταδίων, χωρίς βεβαίως να κάνει αναφορές στην «Διαρκή Επανάσταση» ή σε άλλα έργα του, και χωρίς, πολύ περισσότερο, να τον αποκαταστήσει, ή έστω να καταδικάσει την δολοφονία του. Γιατί, λοιπόν, οι ιστορικοί ή τα στελέχη του Κ.Κ.Ε. αισθάνονται τόσο ανασφαλείς στην αποδοχή της κριτικής στα στρατηγικά λάθη της περιόδου «τάξη εναντίον τάξης»; Μήπως τα Κ.Κ. αυτής της περιόδου έκαναν καμία πραγματική επαναστατική έφοδο στον ουρανό; Ή μήπως απλώς άγρευαν ψήφους μιλώντας για την επανάσταση -όπως συμβαίνει και σήμερα με το Κ.Κ.Ε.-, ενισχύοντας ηθικά το πρώτο σοβιετικό πεντάχρονο πλάνο και αποκρύπτοντας την κοινωνική αναταραχή και καταστροφή που αυτό προκάλεσε παρά την όποια αναγκαιότητά του; (Το επόμενο, βεβαίως, ανέκδοτο θα είναι να δεχθούμε την κριτική ότι είμαστε με τους κουλάκους).
Απομένει η περίφημη περίοδος του λεγόμενου «αμυντικού συμφώνου» Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, στο οποίο ομνύει θρησκευτική πίστη με το κείμενό του και ο Γιώργος Μαργαρίτης.
Μύθος πρώτος της σταλινικής ιστοριογραφίας: η Ε.Σ.Σ.Δ. κέρδισε πολιτικό χρόνο κατά του ναζισμού. Αν είναι έτσι, τότε γιατί ο Στάλιν ξαφνιάσθηκε τόσο –όπως ισχυρίζεται ο Χρουστσώφ–, που για μέρες είχε εξαφανισθεί σε κατάσταση κατάθλιψης από το προσκήνιο τον Ιούνιο του 1941 μετά την γερμανική εισβολή και παραλίγο να ανατραπεί από τους στρατηγούς του;
Μύθος δεύτερος : Η Ε.Σ.Σ.Δ δεν απέκτησε γεωπολιτικά κέρδη. Και τότε τι ακριβώς ήταν η ανατολική Πολωνία, οι Βαλτικές χώρες, η Βεσσαραβία και η επίθεση στην Φινλανδία; Απλώς μια ζώνη ασφαλείας υπέρ της Ε.Σ.Σ.Δ; Τότε και η Δυτική Πολωνία ήταν κατά μια αντίστοιχη έννοια μια ζώνη ασφαλείας υπέρ του Χίτλερ.
Μύθος τρίτος: το «σύμφωνο» ωφέλησε το διεθνές εργατικό κίνημα. Νομίζουμε ότι δεν χρειάζονται πολλά επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι το «σύμφωνο» υπήρξε η πιο μελανή σελίδα και η ημέρα της μέγιστης ηθικής εξαχρείωσης για την γραφειοκρατία, η οποία τότε ηγούνταν της Ε.Σ.Σ.Δ. και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Άνθρωποι που για χρόνια πάλευαν κατά του ναζισμού, από την παρανομία μέχρι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, βρέθηκαν στα όρια της ηθικής και της ψυχολογικής κατάρρευσης και χρεωκοπίας. Γι” αυτούς τους ανθρώπους τι έχουν να πουν οι σημερινοί ιστοριογράφοι του Κ.Κ.Ε.; Ή μήπως το ηθικό σθένος και κύρος του κομμουνισμού είναι ένα απλό θέμα «μικροαστικής ηθικολογίας»; Ωραία, λοιπόν, η ηθική τους και η ηθική μας.
Μύθος τέταρτος: To «σύμφωνο» δεν αναιρούσε –ούτε καν προσωρινά– τον αντιφασιστικό και αντιχιτλερικό προσανατολισμό της Ε.Σ.Σ.Δ. Όμως, τι σήμαινε αυτό πραγματικά, όταν υπήρξαν περιπτώσεις μέχρι και γερμανών αντιστασιακών, οι οποίοι παραδόθηκαν στην Γκεστάπο; (η περίπτωση π.χ. της Μαργκαρέτε Νόυμαν, της συζύγου του «εκκαθαρισθέντος» το 1937 πρώην ηγέτη του K.P.D. Χάιντς Νόυμαν, η οποία έχει γράψει και σχετικό αυτοβιογραφικό βιβλίο ). Επίσης, τι μπορεί να σήμαινε η γραμμή του Μ. Τορέζ, γραμματεα του Κ.Κ. Γαλλίας, το 1940, όταν με τηλεγράφημά του ζητούσε από τους γάλλους κομμουνιστές να «πείσουν» τους στρατιώτες της Βέρμαχτ ότι πολεμάνε κατά των ταξικών συμφερόντων τους [4]; Για το ίδιο πράγμα δεν επικρίθηκαν αργότερα και δικαίως ορισμένες τάσεις του τροτσκισμού στην Ελλάδα, όπως η ομάδα Στίνα; Οι οποίες, πάντως, δεν διαμεσολαβούσαν, παρά την καταστροφική ανοησία τους, «σκληρά» κρατικά συμφέροντα (εκτός βέβαια αν δεχθούμε ότι ήταν «πράκτορες»).
Τελικά, είναι τόσο χρήσιμη η «σταλινική» ταυτότητα και περιχαράκωση για να αποστασιοποιηθεί ένα κομμουνιστικό κόμμα σήμερα από τον καπιταλισμό; Και γιατί δεν επιλέγεται ο Λένιν αντί του Στάλιν; Mήπως αυτό συμβαίνει διότι ο Λένιν ήταν ένας ηγέτης της άμεσης πολιτικής πρακτικής παρέμβασης, και όχι της αδράνειας και της γραφειοκρατικής στασιμότητας, αλλά και ένας ηγέτης που πίστευε στην δυνατότητα της αλλαγής; Μήπως αυτό συμβαίνει διότι ο Λένιν δεχόταν (βλ. το βιβλίο του για τον «Αριστερισμό») τους τακτικούς συμβιβασμούς στην πολιτική, αλλά όχι τις αδιαφανείς στρατηγικές συνεννοήσεις με το αστικό σύστημα (όπως έκανε ο Στάλιν με την ισπανική επανάσταση ή με το «αμυντικό σύμφωνο» του 1939); Τι είναι αυτό που ωθεί το Κ.Κ.Ε. και τους εκπροσώπους του μετά το 1995 να επιδαψιλεύουν τέτοιες και τόσες δάφνες στο εγχείρημα Στάλιν ξεπερνώντας κατά πολύ και αυτή την παλαιά ρητορική του μ-λ χώρου;
Κάποιοι μπορεί να πουν ότι αυτές οι τοποθετήσεις αποτελούν «σοβιετολογία» ή και «ακραίο αντικομμουνισμό», καθότι ο «αντισταλινισμός» είναι η κυρίαρχη σήμερα μορφή αντικομμουνισμού και όπερ έδει δείξαι. Επίσης, μπορεί να πουν ότι όλα αυτά λέγονται για να συγκαλύψουν τον συμβιβασμό της σημερινής «σοσιαλδημοκρατίας», δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, με τον καπιταλισμό (αν και μάλλον δεν είμαι ο καταλληλότερος για να υποστώ μια τέτοια κριτική). Δικαίωμά τους. Αντιθέτως, εμείς πιστεύουμε ότι μόνο μια συνεπής αντισταλινική και αντιγραφειοκρατική τοποθέτηση αποτελεί το γόνιμο έδαφος για την ανασυγκρότηση του κομμουνισμού σήμερα. Η κριτική στον κομμουνιστικό ή τον σοσιαλδημοκρατικό μεταρρυθμισμό είναι και θα παραμείνει άσφαιρη, όσο οι άνθρωποι –πολύ περισσότερο οι ιστοριογράφοι- θα παραμένουν εντός του πνευματικού ορίζοντα της σοβιετικής εκμεταλλευτικής γραφειοκρατίας του 20ου αιώνα, μιας τάξης που δομήθηκε πάνω στα ερείπια και όχι πάνω στην συνέχεια της γραμμής του μπολσεβικισμού, μιας τάξης που δεν σεβάσθηκε ούτε καν την φυσική και ηθική ακεραιότητα των ίδιων των μελών της. Μιας τάξης, τελικά, που ποτέ δεν απέκτησε ηγεμονική αυτοπεποίθηση, γι” αυτό και κατέληξε στην κατάρρευση και συντριβή της.
____________
Σημειώσεις
[1] Βλ. και σε Il Manifesto- PDUP «Κείμενα» , Αθήνα 1976, Εξάντας, ιδίως το «Θέσεις για τον κομμουνισμό».
[2] Βλ. το απολύτως κλασσικό Φ. Κλαουντίν «Κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος», Αθήνα 1981, τ. Α’ Η κρίση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Επίσης σε P.Broue-E.Temine “The Revolution and the Civil War in Spain”, 2008, Haymarket Books κ.π.α.
[3] Βλ. και σε “Kommunistischer Widerstand in Deutschland 1933-1945”.
[4] Μaurice Thorez Archive “Telegramm: Party work after the French defeat” 1940, in Marxists Internet Archive.
[2] Βλ. το απολύτως κλασσικό Φ. Κλαουντίν «Κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος», Αθήνα 1981, τ. Α’ Η κρίση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Επίσης σε P.Broue-E.Temine “The Revolution and the Civil War in Spain”, 2008, Haymarket Books κ.π.α.
[3] Βλ. και σε “Kommunistischer Widerstand in Deutschland 1933-1945”.
[4] Μaurice Thorez Archive “Telegramm: Party work after the French defeat” 1940, in Marxists Internet Archive.
http://rednotebook.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)