Το πρωί ξύπνησα από τις φωνές του γιου μου.
- Δεν έχουμε ζεστό νερό.
- Μα τον άναψα τον θερμοσίφωνα χθες βράδυ (έχουμε νυχτερινό)
Ανοίγω την πίνακα, βγάζω την ασφάλεια, ήταν εντάξει.
Κοιτάζω το πορτοφόλι είχε πέντε ευρώ, δεν φτάνουν ούτε για το για ψωμί, όχι για ηλεκτρολόγο.
Το ψυγείο άδειο.Ο γιος μου διαβητικός, πόσα μακαρόνια και ρύζι μπορεί να φάει;
Μετά θυμήθηκα πως όταν βγήκα από το Νοσοκομείο πλήρωσα ογδόντα ευρώ για φάρμακα, σε ένα
φαρμακείο στη Μπότσαρη, λόγω της απεργίας των φαρμακοποιών. Είναι πολύ μακριά από το σπίτι
και φοβάμαι να μπω ακόμη σε αστικό, αφού τα συμπτώματα της γρίπης δεν υποχώρησαν τελείως.
Παίρνω τηλέφωνο τον γιατρό της γειτονιάς μας για να μου τα γράψει, ώστε να πάρω πίσω τα λεφτά
που πλήρωσα. Μιλάμε για έναν άνθρωπο με Α κεφαλαίο. Μαθαίνω πως τον πέταξε το σύστημα έξω, επειδή
έγραψε πολλές συνταγές, τις περισσότερες τζάμπα, σε φτωχούς ανθρώπους.
Με πιάνει τρέλλα, νοιώθω να μου κόβεται η ανάσα.
Βγαίνω στον δρόμο. Στο μικρό παρκάκι μπροστά στο σπίτι μου, ο Μάκης, ένας από τους αστέγους
της γειτονιάς κάθεται στο μεταλλικό κιγκλίδωμα που περιζώνει τη μικρή νησίδα πρασίνου. Τον
πλησιάζω, τρέμει και βρωμάει απαίσια από την απλησιά. Του χαμογελώ με το ζόρι.
-Τι κάνεις Μάκη;
-Χάλια, πεινάω.
Δεν πεινάει, έχει ανάγκη από το ποτό, είναι αλκοολικός
Είναι η πρώτη φορά που μου ζητά εμμέσως κάτι. Τρελαίνομαι. Το χέρι μου τσαλακώνει μηχανικά μέσα
στην τσέπη μου, το τελευταίο μου πεντάευρο. Του το δίνω, έτσι κι αλλιώς δεν θα με βοηθούσε και
πολύ. Το παίρνει με χίλια ευχαριστώ και φεύγει τρέχοντας.
Κάθομαι στο κάγκελο, εγώ τώρα, και χαζεύω τους περαστικούς που περνούν, όλοι με σκυφτούς
ώμους και κατεβασμένα κεφάλια.
Σαν λάμψη περνάει από το μυαλό μου η φίλη μου η Σοφία, γιατρός σε νοσοκομείο. Της τηλεφωνώ,
εξηγώντας την κατάσταση.Θα μου γράψει αυτή τις συνταγές, αλλά από Τετάρτη, τώρα είναι
Χαλκιδική. Δυο μέρες είναι θα περάσουν. Δεν είμαι δα και στη θέση του Μάκη.
Γυρίζω σπίτι, στο καφενείο έχουν στήσει πολιτική συζήτηση. Άθελά μου παίρνει το αυτί μου, έναν
μεσήλικα που εξηγεί στους άλλους πως τα πράγματα πήραν να διορθώνονται. "Να είναι καλά αυτός ο
χρυσός άνθρωπος, ο Σαμαράς που μας έσωσε. Σιγά μην εμπιστευτούμαι το κωλόπαιδο τον Τσίπρα"
Τα παίρνω στο κρανίο. μπαίνω ανάμεσα τους.
"Έίσαι μαλάκας" του φωνάζω έξαλλη. Με κοιτάζουν όλοι σαν να είμαι τρελλή. Με ξέρουν χρόνια και
με εκτιμούν, δεν τους έχω συνηθίσει σε τέτοια ξεσπάσματα.
"Εισαι μαλάκας" επαναλαμβάνω, "Κανονικά θα έπρεπε να σου αφαιρέσουν το δικαίωμα ψήφου, λόγω
βλακείας"
Βγαίνει ο καφετζής με μια πορτοκαλάδα. "Ηρέμησε γειτόνισα μου λέει, τί έπαθες;"
"Εμένα ρωτάς; 'Η αυτόν που συνεχίζει να πιστεύει πως αυτοί που μας κατέστρεψαν θα μας σώσουν;"
"Έχει δίκιο", πετιέται ο κυρ Μήτσος " στο κάτω - κάτω ο Τσίπρας δεν κυβέρνησε ποτέ. Ας τον
δοκιμάσουμε κι αυτόν"
" Υπάρχει κι ο Καμμένος" λέει ο κυρ Βαγγέλης.
"Σιγά μην ψηφίσουμε και ΧΑ" παρεμβαίνει ο Σαμαρικός.
"Και ποια η διαφορά της ΧΑ από τον Βορίδη και τον Άδωνι;" των ρωτώ. Δεν απαντά. Στο μεταξύ έχουν
ξεθαρρέψει κι άλλοι και του ορμάνε. Τους αφήνω κι ανεβαίνω σπίτι.
Με το που μπαίνω χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι από την Τράπεζα, αν δε δώσω 550 ευρώ μέχρι τις 28/3.
θα καταγγελθεί η σύμβαση του στεγαστικού. Τους εξηγώ πως περιμένω την απόφαση του
δικαστηρίου. Μου λένε έτερον εκάτερον. Επιμένω, η κυρία είναι θρασύτατη. "Εμ κακοπληρωτής έμ
βγάζετε γλώσσα. Να δανειστείτε από φίλους " μου λέει. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. "Υπάρχουν νόμοι" τις λέω. "Και μια σύμβαση που δεν τηρείτε" μου απαντά. "Επειδή μου μειώθηκαν οι αποδοχές μου, όπως και των φίλων μου, για να σωθεί η τράπεζα σας" της λέω και κλείνω το τηλέφωνο.
Βγαίνω στο μπαλκόνι. Ο Μάκης, έχει πάρει το κρασί του και το πίνει καθισμένος στο παρκάκι. Γεμίζω
κι εγώ ένα ποτήρι κρασί και κατεβαίνω να το πιούμε παρέα. Χαίρεται που με βλέπει και εγώ το ίδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)