Αναδημοσίευση
την Νάντια που ήμασταν πάντα μαζί. Tο μάτι και το χέρι μας στον ώμο μας. Σε όλες τις μεγάλες μας διασταυρώσεις. Aχαρνών και Χέυδεν, Πατησίων και Αγίου Μελετίου, Aλκιβιάδους και Παιωνίου, Στουρνάρη και Σπύρου Τρικούπη, πάντα αθόρυβα και πάντα πολύ σημαντικά.
1η Ιούνη 2020.
Η συντρόφισσα αντιφασίστρια Νάντια Λάσκου έφυγε. Ήταν μόλις 47 χρόνων. Τους τελευταίους μήνες αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας, τα οποία δεν μας άφησαν να σταθούμε ουσιαστικά στο πλάι της και να την συντροφέψουμε όπως θα θέλαμε.
Από νεαρή ηλικία συμμετέχει, στηρίζει και δίνει το δικό της χρώμα σε κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, στέκια και καταλήψεις του αναρχικού, αντιεξουσιαστικού και ανταγωνιστικού κινήματος (πορείες, ομάδες αυτομόρφωσης, συζητήσεις, συνελεύσεις, παρεμβάσεις).
Το 1995, σε αντιφασιστική πορεία ενάντια στην χρυσή αυγή (με αφορμή το άγριο μαχαίρωμα του 19χρονου Γ. Σταθόπουλου από τον ακροδεξιό Θ. Μανώλογλου), βρίσκεται στο έδαφος ποδοπατημένη και χτυπημένη από τους μπάτσους (η διαδήλωση χτυπήθηκε από την αστυνομία στη συμβολή της Πατησίων με την Κοδριγκτώνος), στο πλάι της αγωνίστριας Μέλπως Κορωναίου, η οποία δέχεται δολοφονικά χτυπήματα στο κεφάλι από τον χρυσαυγίτη αστυνομικό (εκτός υπηρεσίας) Βασίλη Αθανασόπουλο (με το παρατσούκλι Χάρος) και αργότερα διοικητή αστυνομικού τμήματος, υποψήφιου πολιτευτή με την χ.α και προσωπικού φρουρού του Ν. Μιχαλολιάκου.
Δημιουργική και σκανδαλιάρα, παθιασμένη με την φωτογραφία (την οποία σπούδασε στο ΤΕΙ Αθήνας), συντροφεύει με εκθέσεις της, διάφορα στέκια και καταλήψεις του αντιεξουσιαστικού χώρου, ως χειρονομία αλληλεγγύης και αντίστασης. Αντισυμβατική, χαρίζοντας μεγάλη αγάπη στα ζώα και ιδιαίτερα στα σκυλιά, με τα οποία μοιράζεται την καθημερινή της ζωή ως το τέλος, προτιμά συχνά να συνυπάρχει με βιβλία, μουσικές, λουλούδια, ζωγραφικές και ποιήματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που μοιράστηκε με πολλούς και πολλές από εμάς, δικά της ποιήματα, κείμενα, αφορισμούς.
Το 2016 δοκιμάζεται σκληρά από τον αιφνίδιο θάνατο του συγκατοίκου της αναρχικού Παύλου Ναθαναήλ, από τους πρώτους ολικούς αρνητές στράτευσης. Είχε προηγηθεί μια σημαντική περίοδος που πλούτισε με χαρά και δοτικότητα και τους δύο. Η ίδια ξεκινάει την προσπάθεια να διασώσει, μαζί με φίλους και παλαιότερους συντρόφους του Παύλου, τη μνήμη και τους αγώνες του.
Σε κυκλώνουμε με την αγκαλιά που δεν μπορέσαμε να σου δώσουμε λίγο πριν, Νάντια. Μας λείπεις ήδη, στο μέλλον θα μας λείπεις χειρότερα.
από συντρόφισσες-οι
Στην συντροφική παρουσία ο άνθρωπος ζωντανεύει, ξαναζωντανεύει και μένει εδώ για πάντα
Είχα πολλά χρόνια να δω τη Νάντια ή ν' ακούσω νέα της. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που βρίσκουν τον τρόπο να αφήνουν για πάντα τ' αγγίγματά τους στις καρδιές. Είναι ετούτοι οι άνρωποι, που μας δείχνουν τον δρόμο για να αλλάξουμε τον κόσμο. Με την ευαισθησία και την ειλικρίνεια της Νάντιας. Την μοναχικότητα της ανιδιοτελούς αγάπης, τον αυθορμητισμό της ανθρώπινης εγγύτητας και τον σεβασμό στην αδυναμία του άλλου. Όσο πιο κάτω περπατήσουμε, στις βασανιστικές διαδρομές των καταπιεσμένων δίπλα μας, τόσο περισσότερο πλούτο θα βρούμε, από αυτήν την κατακλυζόμενη από ενσυναίσθηση και νοήμωνα σάρκα, που εξελίσσει την κοινότητα της ζωής.
Τα αγάλματα επιβεβαιώνουν ότι ο νεκρός χαιρέτησε για πάντα κι οπότε, μπορεί να γίνει αξία χρήσης. Τα μεγάλα έργα σφραγίζουν σαν ταφόπλακα την ματαιοδοξία. Στην συντροφική παρουσία όμως, ο άνθρωπος ζωντανεύει, ξαναζωντανεύει και μένει εδώ για πάντα. Υπάρχουμε ο ένας μέσα στον άλλον, εις τους αιώνες των αιώνων.
Σ' ευχαριστώ Νάντια, που μας δώρισες αυτήν την διαρκή αναταραχή κατοικώντας σε φιλόξενες κι αφιλόξενες καρδιές.
από Ένας περαστικός μ' ένα αποτύπωμα της αγάπης
Αντίο Συντρόφισσα Νάντια
Οδός Πατησίων, Απρίλης 1995.
φώτο από “Το σύγχρονο φασιστικό παρακράτος και ο αόρατος εμφύλιος” [Profunde Memoriam. Αθήνα, 2006].
Η Θύμηση σου θα είναι πάντα παρούσα, στα όμορφα και τα δύσκολα, στις χαρές μας και τις λύπες μας, με το μειλίχιο χαμόγελο σου, πάντα πιασμένη σφιχτά στις δύσκολες πίσω αλυσίδες μας...
από κάποιος από το Μεγάλο Σπίτι μας
Λίγα λόγια ακόμα
Χάρη στη Νάντια, το ελευθεριακό ψηφιακό αρχείο εμπλουτίστηκε με σημαντικό έντυπο αρχειακό υλικό για την υπόθεση του Παύλου Ναθαναήλ, για την ολική άρνηση στράτευσης αλλά και για τους πολιτικούς αγώνες των δεκαετιών του '80 και του '90.
Μακάρι η συντρόφισσα να ήταν ακόμα μαζί μας. Μακάρι να μπορούσαμε να την αγκαλιάσουμε και να την ευχαριστήσουμε για ακόμα μια φορά για την εμπιστοσύνη που μας έδειξε και για την πολύτιμη συνεισφορά της στην καλλιέργεια της συλλογικής μνήμης.
Η συνάντησή μας ήταν σύντομη αλλά καταλυτική.
Καλό σου ταξίδι.
Θα συνεχίσεις να πορεύεσαι δίπλα μας στους κοινούς μας αγώνες.
από ελευθεριακό ψηφιακό αρχείο
Χάλασα το χρόνο,τώρα ο χρόνος χαλάει εμένα.
.. Ιδιαίτερη φιλενάδα μου, δεν θα διαβάσεις ούτε θα ακούσεις αυτές τις λέξεις.
Αλλά χωρίς να μας κοιτάζεις, μας κοιτάς. Τότε γιατί γράφονται; Μάλλον για μένα, για μας. Για να έχουμε για συντροφιά τις δύσκολες μέρες και νύχτες το βροντερό και άδολο γέλιο σου που θα μπορούσε να θάψει τους πάντες, τα αινιγματικά αστεία σου, την περιπαιχτική ευφυΐα σου, το βιαστικό βήμα σου προς τα μπρος, να φύγεις, να απομακρυνθείς, να βγάλεις από το κάδρο τα καθάρματα και τις σκατόφατσες.
Πολύ σύντομη η τροχιά σου, Νάντια, κατοπινά χρώματα και σιωπές δεν θα μυρίσεις, άλλα χειροτεχνήματα δεν θα σκαρφιστείς, τη γενναιοδωρία σου δεν θα γνωρίσουν ξεχασμένα πλάσματα, τα καλοκαίρια και τα παγωτά δεν θα τα κεραστούμε πια.
Παράλογος και παγωμένος αποχωρισμός. Προηγήθηκαν μοναχικά δωμάτια, ορατή και αόρατη συστολή, φυσική και επίμονη ευγένεια, λειψή κοινωνικότητα. Λύσσαξε η επαρχιακή κοινωνία να στιγματίσει, να πληγώσει, να προδιαγράψει. Όμως να είσαι βέβαιη, Νάντια, προγραμμένη να σαπίσει είναι, μέσα στη μπόχα και τη μιζέρια της. Κι εσύ θα την χαζεύεις χαμογελώντας, με το κόκκινο κραγιόν που τόσο πολύ σου πήγαινε.
από ξαδέρφη
Για την νάντια
ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ, ΟΥΤΕ ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΔΕ ΓΟΥΣΤΑΡΟΥΝ ΝΑ ΤΗ ΒΛΕΠΟΥΝ
Η ιδέα έπεσε στα περιθώρια μια συνέλευσης reclaim the streets: αφίσσα 70Χ100 με φωτο απο ένα άγαλμα με μαύρη κορδέλα στα μάτια και το εν λόγω τσιτάτο. Η νάντια προσφέρθηκε να βγάλει τις φωτογραφίες. Βρεθήκαμε στο πεδίο του άρεως, εγώ να καλύπτω με μαύρο ύφασμα τα μάτια διαφόρων αγαλμάτων και η νάντια, στην χαρακτηριστική της πόζα, μισοσκυμμένη με το ένα μάτι μισόκλειστο να φωτογραφίζει. Με είχε ψιλοτσαντίσει θυμάμαι, γιατί έκανε ώρα, έβγαζε δυο και τρεις φωτογραφίες απο διαφορετικές γωνίες και ήταν η εποχή που είχαν ξεκινήσει οι σεκιουριτάδες στο π.άρεως, αυτή η εκστρατεία σκατοψυχίας και υφαρπαγής του δημόσιου χώρου που συνέχισε με κάγκελα που τα ρίχναμε αλλά ξαναέμπαιναν και κατέληξε με τη νυχτερινη απαγόρευση κυκλοφορίας.
Μετά απο δυο μέρες ήρθε με τις φωτο, η αφίσσα τελικά δε βγήκε ποτέ, αλλά ετσι άρχισε η παρέα με τη νάντια. Με καφέδες, τσιγάρα, πολλά τσιγάρα, μπορούσες να καταλάβεις ότι σε επισκέπτηκε η νάντια ώρες μετά απο τη μυρωδιά, γέλια, τρέλλα, σουρρεαλισμό. Με τον πίκο να προσπαθεί κάθε τόσο να σου πηδήξει το πόδι και με φωτογραφίες, πολλές φωτογραφίες. Ασπρόμαυρα πορτραίτα, ανθρώπων και ζώων, η νάντια κάθε τόσο μισοσκυμμένη να φωτογραφίζει, ορισμένα ήταν εξαιρετικά, όλα τους εμμονικά, πρόσωπα, πρόσωπα με χαμόγελα, θλιμμένα, αγχωμένα, αμήχανα, οι περισσότεροι φίλοι πάγωσαν κάποια στιγμή στο χρόνο, ένα απομεσήμερο στην πίσω αυλή της σικίνου. Ο χόμπο, ο ρούντυ, η χριστίνα με κοίταζαν για χρόνια απο τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους, μέχρι που κατάλαβα, ότι σε ένα βαθμό έστω, η νάντια ήταν αυτή που σε κοίταζε πίσω απο τη φωτο.
Έξι γενάρη. Ένας μικρός θεσμός. Μια ωδή στον υπαρκτό σουρρεαλισμό. Ένα αλλόκοτο συνοθύλεμα ανθρώπων στα γενεθλιά της, γύρω απο μια κατακρεουργημένη τούρτα, σα βομβαρδισμένη πόλη, κάποτε είχε μουσική, αλλά συνήθως όχι, μόνο κουβέντες, ποτό και καπνό τσιγάρου. Κάποιες στιγμές ήταν κάπως θλιβερά, κάποιες άλλες σου έπαιρναν το κεφάλι, πάντα αλλόκοτα και με γέλιο, πολύ γέλιο. Μια φορά το σπίτι της γέμισε με κόσμο, ένας μας καληνύχτισε και προσπάθησε να φύγει απο το μπαλκόνι, τον σταμάτησα εύκολα, προφανώς δεν το εννοούσε απόλυτα, δε σταματήσαμε να γελάμε ωστόσο, μια άλλη φορά ήμασταν μόνο τρεις, εγώ, η νάντια προφανώς και ένας συμπαθητικός αλλά με βαριά κατάθλιψη τύπος που η νάντια μου σύστησε ως τον ψυχιατρό της.
Κάποια βράδυα σε διακοπές ή στο σπίτι μου, το ραδιο ανοιχτό ως συντροφιά όλο το βράδυ και το τασάκι ξέχειλο απο τσιγάρα. Βιβλία, πολλά βιβλία και ποιήματα, ο πίκο έφυγε και ήρθε η πλάσμα, η πανέμορφη πλάσμα και η νάντια εκεί, πίσω απο ένα πέπλο καπνού να ξεκαρδίζεται με τους κυνισμούς που αμόλαγα, μια αίσθηση οικογένειας, μιας σχέσης που δεν επιλέγεις αλλά υπάρχει και συντηρείται και χτίζεται με την αγάπη. Άνευ όρων.
Υπήρχε πάντα ένα σκανταλιάρικο ομορφο κορίτσι, καλά κρυμμένο πίσω απο το φουλάρι στο κεφάλι της, τα φάρμακα, τη μοναξιά και το φόβο. Κρυφοκοίταζε δειλά πίσω απο τα πέπλα καπνού, καραδοκούσε πίσω απο τα ξεκαρδίσματα. Πίσω απο τα αλλόκοτα πρότζεκτ της. Πίσω απο τη θλίψη, τη μοναξιά και την τρέλλα.
Αναπολώντας το ξεκάρδισμα της νάντιας, αναπολώ ίσως και τον εαυτό μας, την εποχή που είμασταν αρκετά νέοι, τρελλοί, ιδεολόγοι, τρυφεροί και θαρραλέοι για να δεχομαστε τη νάντια ως δώρο. Για να μπορούμε να βλέπουμε το σκανταλιάρικο κορίτσι και όχι τους νυχτερινούς φόβους, τις εμμονές και τις θλίψεις. Για να μην τρομάζουμε με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Τα χρόνια πέρασαν, άλλοτε όμορφα και άλλοτε αμείλικτα, μεγάλα διαστήματα απουσίας, αλλά στο κινητό μου καθημερινά ένα μήνυμα και μια κλήση, τα γέλια ελαττώθηκαν, δεν εξαλείφθηκαν όμως, δε σταματησε να γελά, η κατάσταση ώρες ώρες ήταν όμως ανησυχητική, και τι μπορείς να κάνεις, θέλεις και χώρο και χρόνο για να γλύψεις τις πληγές σου, τα βιβλία όμως παρέμεναν και τα γεύματα με κακομαγειρεμένη σόγια και οι ετήσιες γιορτές του διαφορετικού, κάθε 6 γενάρη. Συχνά η νάντια δεν μας ακολουθούσε πλέον μέχρι αργά, κουραζόταν, ήθελε την ησυχία της.
Ο παύλος ήταν ένα δώρο εξ΄ουρανού. Η νάντια ανησυχούσε, σπαζόταν, αλλά άρχισε να φροντίζει και τον εαυτό της. Μια απλή, καθημερινή έγνοια και φροντίδα, ένα μικρό ανάχωμα νοιαξίματος απέναντι στην ανθρώπινη αλαζονεία, μοναξιά και σκληρότητα. Οι εμμονές και οι θλίψεις παρέμειναν, αλλά γλύκαιναν κάπως, πίσω απο το μόνιμο παραπέτασμα καπνού σπάνια κοίταζε πλέον το κορίτσι, αλλά αν κοιτούσες προσεκτικά και σπάνια είχα την υπομονή και το χρόνο να κοιτάξω προσεκτικά, αλλά το έκανα, έβλεπες ένα πλάσμα, όχι ακριβώς χαρούμενο αλλά ήρεμο, όμορφο με τον δικό του τρόπο. Όταν έμαθα για το θάνατο του παύλου, ήξερα ότι αποχαιρετώ και τη νάντια, τουλάχιστον όπως την ήξερα.
Πάντα νομίζουμε ότι θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει η κατάλληλη στιγμή, είμαστε τόσο αλαζόνες, έμαθα μετά για την αρρώστεια, δεν ήταν τόπος αυτός για να πεις αντίο, κάθησα και έφτιαξα ένα απομεσήμερο, ένα απόσταγμα ανοιξιάτικων απογευμάτων στον περισσό και στην κυψέλη, και κάθησα και κάπνισα μαζί της, με το χόμπο παρέα, που πάντα γάβγιζε στους μαλάκες και τη νάντια την αγαπούσε, κάπνισα μέχρι που δε μπορώ να καταλάβω αν το κάψιμο στα πνευμόνια μου είναι απο θλίψη ή απο το τσιγάρο. Και αυτή τη φορά δεν είπαμε κουβέντα.
Δεν είμαι καλός στους αποχαιρετισμούς. Δεν πιστεύω καν στα μεταθανάτια ταξίδια, οι αποχαιρετισμοί είναι για τη ζωή, όχι για το θάνατο. Ξέρω όμως ότι η νάντια θα΄θελε να γράψω κάτι γιαυτήν, θα΄θελα να΄ταν πιο εμπνευσμένο και όμορφο, απο την άλλη πάντα μας χάριζε το γέλιο της ακόμα και με τους πλέον μέτριους αστεισμούς μου και εν τέλει την ύστατη στιγμή δεν υπάρχουν πολλά να πεις, παρά μόνο ένα σφίξιμο στο χέρι, ένα σφίξιμο στην καρδιά και ένα τσιγάρο παρέα. Σιωπηλά.
από Ι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)