Με τα νέα σχέδια νόμου για τη δημόσια περιουσία !
Η άμεση σκοπιμότητα του τριπλού εγχειρήματος έχει να κάνει με την τακτοποίηση εκκρεμοτήτων στην αδειοδότηση επενδυτικών σχεδίων μέσω του ΤΑΙΠΕΔ όσο και με τη δυνατότητα ταμειακών εισροών. Ο απώτερος και πιο ουσιώδης στόχος αφορά την κατάρριψη, στο όνομα της απελευθέρωσης της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ενός “ταμπού” που ανήκει στο βασικό δίκαιο του ελληνικού κράτους από τη σύστασή του. Αφορά τη σχετικοποίηση αυτού που κατεξοχήν αντιπροσωπεύει το εκτός συναλλαγής “κοινόχρηστο κτήμα”, σε μια δικαιϊκή παράδοση που ανάγεται στο ρωμαϊκό δίκαιο και επικαλείται τόσο το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Συντάγματος της Ελλάδας, όσο και την αρμοδιότητα του κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος και το σχεδιασμό του χώρου, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος.
Η έννοια του κοινόχρηστου χώρου
Η προσπάθεια προσβολής του κοινόχρηστου χαρακτήρα των περιοχών που οριοθετούν τους υδάτινους πόρους της χώρας, είναι φανερή σε πολλές διατάξεις του υπό κρίση νομοσχεδίου για τον αιγιαλό, στο οποίο, αντίθετα με τον ισχύοντα ν.2971/2001, ως “κύριος προορισμός” του αιγιαλού και της όχθης λιμνών και ποταμών, όπως και της παραλίας και των παρόχθιων ζωνών, δεν ορίζεται η ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση προς αυτές, αλλά “η ελεύθερη και ακώλυτη επικοινωνία της ξηράς με τη θάλασσα”. Η διαφοροποίηση έχει σημασία, στο μέτρο που, μέχρι τώρα, θεωρείται στην Ελλάδα ότι αυτό που συνιστά το κοινόχρηστο κτήμα, δεν είναι το αδιαίρετο του χώρου, το είδος και η σκοπιμότητα της χρήσης ή η δημόσια κυριότητα, αλλά η ελεύθερη πρόσβαση ως ατομικό δικαίωμα.
Στον ισχύοντα νόμο, η κατ` εξαίρεση χρήση των παραπάνω περιοχών για κοινωφελείς ή και επιχειρηματικούς σκοπούς, προϋποθέτει να μην παραβιάζεται ο προορισμός τους ως κοινόχρηστων πραγμάτων και η φυσική μορφολογία τους, ενώ η παραχώρηση της αποκλειστικής τους χρήσης επιτρέπεται μόνο για λόγους υπέρτερου και επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος.
Επικίνδυνες αλλαγές με το νέο νόμο
Στο υπό κρίση νομοσχέδιο προστίθεται ότι αυτό μπορεί και να “επιβάλλεται από διεθνείς συμβάσεις” ή να γίνεται “σύμφωνα με ειδικές διατάξεις”, προσθήκες ιδιαίτερα ανησυχητικές, αν σκεφτούμε τον τρόπο που κατοχυρώνονται οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας. Επί πλέον, για πρώτη φορά ορίζονται ονομαστικά οι ποταμοί και λίμνες που διαθέτουν όχθη. Εύλογα αναρωτιέται κανείς πόσο εμπεριστατωμένος είναι ο κατάλογος και τι (και με ποια κριτήρια) δεν περιλαμβάνει. Στις σημαντικότερες καινοτομίες που αξιώνει το σχέδιο νόμου, περιλαμβάνεται ο άμεσος καθορισμός οριογραμμών για το σύνολο των παράκτιων ζωνών της χώρας με βάση τους ψηφιακούς ορθοφωτοχάρτες της εταιρείας ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε., όπως και η μόνιμη ανάρτησή τους στην ιστοσελίδα του υπουργείου Οικονομικών. Σε συζήτηση για ανάλογη ρύθμιση το 2007, ο Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ) είχε διατυπώσει επιφυλάξεις σχετικά με τον ενδεχόμενο προσανατολισμό των ενδιαφερόντων της ιδιωτικής εταιρείας “περισσότερο προς την επιχειρηματική αξιοποίηση δημοσίων κτημάτων και πολύ λιγότερο προς την προστασία και διαφύλαξη του κεφαλαίου των ακτών”. Είχε επίσης επιφυλάξεις για την προβλεπόμενη, τότε όπως και τώρα, πλήρη αποσύνδεση της διαδικασίας καθορισμού του αιγιαλού από αυτήν της παραλίας, καθώς η παραλία δεν θα προσδιορίζεται πια ταυτόχρονα με τον αιγιαλό, αλλά θα δημιουργείται “όταν απαιτείται”, “ύστερα από αίτηση ενδιαφερόμενου”, με “ειδική αιτιολογία” και πάντα με διαδικασίες εξπρές. Η ανεξαρτητοποίηση των δύο διαδικασιών κινδυνεύει να προκαταλάβει τη χάραξη της παραλίας, αν η προγενέστερη οριοθέτηση του αιγιαλού δημιουργεί προσδοκίες κέρδους στους όμορους ιδιοκτήτες.
Στο έλεος της ιδιωτικοποίησης
Το νομοσχέδιο διατηρεί τις ισχύουσες ρυθμίσεις για την οριοθέτηση του “παλαιού αιγιαλού”, που θεωρούνται συνταγματικά έωλες και περιβαλλοντικά επικίνδυνες, καθώς μετατρέπουν το δημόσιο κτήμα σε μεταβιβάσιμη “ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου”. Ο επανακαθορισμός του “παλαιού αιγιαλού” ευνοεί ιδιαίτερα τα περιώνυμα Τουριστικά Δημόσια Κτήματα (με τα οποία προικοδοτήθηκαν τα “Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα”, ενσωματωμένα σήμερα στην ΕΤΑΔ και πρόσφορα για “αξιοποίηση” από το ΤΑΙΠΕΔ), στο πλαίσιο της λειτουργίας, την επαύριο του 2ου παγκόσμιου πολέμου, του πρώτου μηχανισμού ιδιωτικοποίησης κοινόχρηστων χώρων (χώρων εκτός συναλλαγής και επομένως αυστηρά αμεταβίβαστων), που γνώρισε δόξες στη δεκαετία του ‘60 με την παρεμβολή του ΕΟΤ. Στο νομοσχέδιο, “ακίνητα καταγεγραμμένα ως παλαιοί αιγιαλοί και, επομένως, μέρη της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, τα οποία δεν είναι άρτια και οικοδομήσιμα, μπορούν να μεταβιβάζονται χωρίς διαγωνισμό σε όμορους ιδιοκτήτες”, δώρο για τουριστικές επιχειρήσεις.
Σε σχέση με την παραχώρησης της χρήσης των παρόχθιων ζωνών, όπως και του πυθμένα θάλασσας ή λίμνης, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι και κάθε φύσης προστατευόμενες περιοχές ή ευπαθή οικοσυστήματα μπορούν να περιλαμβάνονται σε παραχωρούμενες κοινόχρηστες εκτάσεις με τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργείου. Αρμοδιότητα που κι αυτή μπορεί να μεταβιβαστεί στις κατά τόπους αποκεντρωμένες διοικήσεις, προσφέροντας μια ακόμα δυνατότητα διευκόλυνσης των διαδικασιών, μάλλον αδιαφανή και με αδιευκρίνιστο περιβαλλοντικό και πολιτιστικό κόστος.
Ξεπερνούν τον εαυτό τους
Εκεί που ο νομοθέτης ξεπερνά τον εαυτό του, αποκαλύπτοντας και την ουσιαστική σκοπιμότητα αναθεώρησης του θεσμικού πλαισίου για τον αιγιαλό, είναι όταν επιτρέπει ρητά “την επιχωμάτωση θαλάσσιου χώρου για την εξυπηρέτηση επιχειρήσεων που ασκούν, σε όμορη με τον αιγιαλό έκταση, τουριστική δραστηριότητα ενταγμένη στο θεσμικό πλαίσιο Στρατηγικών Επενδύσεων. Για κάθε κλίνη που διαθέτει η όμορη τουριστική μονάδα μπορούν να επιχωματωθούν μέχρι 5 τετραγωνικά μέτρα θαλάσσιου χώρου. Ολόκληρη η έκταση που προκύπτει από τις επιχωματώσεις οριοθετείται υποχρεωτικά ως αιγιαλός, μετά από έγκριση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων”. Με άλλα λόγια, η μεθοδευμένη καταστροφή της ακτής μπορεί να προσφέρει (με αντάλλαγμα) πολλά στρέμματα γης στον “στρατηγικό επενδυτή”. Αντίστοιχου κυνισμού είναι η πρόβλεψη του νομοσχεδίου για την (υπό προϋποθέσεις) νομιμοποίηση έργων που έχουν ήδη κατασκευαστεί για δημόσιους και επιχειρηματικούς σκοπούς “στον αιγιαλό, την παραλία ή τη θάλασσα, την όχθη, την παρόχθια ζώνη ή υδάτινο στοιχείο ποταμών και λιμνών χωρίς να υφίσταται παραχώρηση της χρήσης”.
Χωρίς να αγνοούμε την καινοτομία της καθιέρωσης αντικειμενικού συστήματος για τον καθορισμό του οφειλόμενου στο Δημόσιο ανταλλάγματος για χρήση των παραπάνω περιοχών, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το υπό κρίση νομοσχέδιο καταλήγει να διευκολύνει την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων κατ’ εξαίρεση της κοινής χρήσης των παράκτιων και παρόχθιων ζωνών, χωρίς όμως και να τηρεί τα περιβαλλοντικά κριτήρια που δημαγωγικά επικαλείται. Φαίνεται ότι η επιτάχυνση του ξεπουλήματος των δημόσιων κτημάτων στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας αποτελεί σήμερα προτεραιότητα. Το ίδιο και η επίθεση στα δικαιώματα που συνάπτονται με το δημόσιο χώρο.
Πρόσφατα τέθηκαν σε δημόσια διαβούλευση με διαδικασίες επείγοντος τρία νομοσχέδια σχετικά με τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας. Το πρώτο αφορά τροποποιήσεις του θεσμικού πλαισίου που διέπει τον αιγιαλό και την παραλία, κατά πάγιο αίτημα του λόμπυ των μεγάλων τουριστικών επιχειρήσεων.
Το δεύτερο αφορά στους όρους εξαγοράς κατεχόμενων ακινήτων του Δημοσίου από ιδιώτες, και το τρίτο αφορά στις διαδικασίες επίλυσης ιδιοκτησιακών διαφορών μεταξύ δημοσίου και ιδιωτών.
Η άμεση σκοπιμότητα του τριπλού εγχειρήματος έχει να κάνει με την τακτοποίηση εκκρεμοτήτων στην αδειοδότηση επενδυτικών σχεδίων μέσω του ΤΑΙΠΕΔ όσο και με τη δυνατότητα ταμειακών εισροών. Ο απώτερος και πιο ουσιώδης στόχος αφορά την κατάρριψη, στο όνομα της απελευθέρωσης της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ενός “ταμπού” που ανήκει στο βασικό δίκαιο του ελληνικού κράτους από τη σύστασή του. Αφορά τη σχετικοποίηση αυτού που κατεξοχήν αντιπροσωπεύει το εκτός συναλλαγής “κοινόχρηστο κτήμα”, σε μια δικαιϊκή παράδοση που ανάγεται στο ρωμαϊκό δίκαιο και επικαλείται τόσο το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Συντάγματος της Ελλάδας, όσο και την αρμοδιότητα του κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος και το σχεδιασμό του χώρου, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος.
Η έννοια του κοινόχρηστου χώρου
Η προσπάθεια προσβολής του κοινόχρηστου χαρακτήρα των περιοχών που οριοθετούν τους υδάτινους πόρους της χώρας, είναι φανερή σε πολλές διατάξεις του υπό κρίση νομοσχεδίου για τον αιγιαλό, στο οποίο, αντίθετα με τον ισχύοντα ν.2971/2001, ως “κύριος προορισμός” του αιγιαλού και της όχθης λιμνών και ποταμών, όπως και της παραλίας και των παρόχθιων ζωνών, δεν ορίζεται η ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση προς αυτές, αλλά “η ελεύθερη και ακώλυτη επικοινωνία της ξηράς με τη θάλασσα”. Η διαφοροποίηση έχει σημασία, στο μέτρο που, μέχρι τώρα, θεωρείται στην Ελλάδα ότι αυτό που συνιστά το κοινόχρηστο κτήμα, δεν είναι το αδιαίρετο του χώρου, το είδος και η σκοπιμότητα της χρήσης ή η δημόσια κυριότητα, αλλά η ελεύθερη πρόσβαση ως ατομικό δικαίωμα.
Στον ισχύοντα νόμο, η κατ` εξαίρεση χρήση των παραπάνω περιοχών για κοινωφελείς ή και επιχειρηματικούς σκοπούς, προϋποθέτει να μην παραβιάζεται ο προορισμός τους ως κοινόχρηστων πραγμάτων και η φυσική μορφολογία τους, ενώ η παραχώρηση της αποκλειστικής τους χρήσης επιτρέπεται μόνο για λόγους υπέρτερου και επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος.
Επικίνδυνες αλλαγές με το νέο νόμο
Στο υπό κρίση νομοσχέδιο προστίθεται ότι αυτό μπορεί και να “επιβάλλεται από διεθνείς συμβάσεις” ή να γίνεται “σύμφωνα με ειδικές διατάξεις”, προσθήκες ιδιαίτερα ανησυχητικές, αν σκεφτούμε τον τρόπο που κατοχυρώνονται οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας. Επί πλέον, για πρώτη φορά ορίζονται ονομαστικά οι ποταμοί και λίμνες που διαθέτουν όχθη. Εύλογα αναρωτιέται κανείς πόσο εμπεριστατωμένος είναι ο κατάλογος και τι (και με ποια κριτήρια) δεν περιλαμβάνει. Στις σημαντικότερες καινοτομίες που αξιώνει το σχέδιο νόμου, περιλαμβάνεται ο άμεσος καθορισμός οριογραμμών για το σύνολο των παράκτιων ζωνών της χώρας με βάση τους ψηφιακούς ορθοφωτοχάρτες της εταιρείας ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε., όπως και η μόνιμη ανάρτησή τους στην ιστοσελίδα του υπουργείου Οικονομικών. Σε συζήτηση για ανάλογη ρύθμιση το 2007, ο Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ) είχε διατυπώσει επιφυλάξεις σχετικά με τον ενδεχόμενο προσανατολισμό των ενδιαφερόντων της ιδιωτικής εταιρείας “περισσότερο προς την επιχειρηματική αξιοποίηση δημοσίων κτημάτων και πολύ λιγότερο προς την προστασία και διαφύλαξη του κεφαλαίου των ακτών”. Είχε επίσης επιφυλάξεις για την προβλεπόμενη, τότε όπως και τώρα, πλήρη αποσύνδεση της διαδικασίας καθορισμού του αιγιαλού από αυτήν της παραλίας, καθώς η παραλία δεν θα προσδιορίζεται πια ταυτόχρονα με τον αιγιαλό, αλλά θα δημιουργείται “όταν απαιτείται”, “ύστερα από αίτηση ενδιαφερόμενου”, με “ειδική αιτιολογία” και πάντα με διαδικασίες εξπρές. Η ανεξαρτητοποίηση των δύο διαδικασιών κινδυνεύει να προκαταλάβει τη χάραξη της παραλίας, αν η προγενέστερη οριοθέτηση του αιγιαλού δημιουργεί προσδοκίες κέρδους στους όμορους ιδιοκτήτες.
Στο έλεος της ιδιωτικοποίησης
Το νομοσχέδιο διατηρεί τις ισχύουσες ρυθμίσεις για την οριοθέτηση του “παλαιού αιγιαλού”, που θεωρούνται συνταγματικά έωλες και περιβαλλοντικά επικίνδυνες, καθώς μετατρέπουν το δημόσιο κτήμα σε μεταβιβάσιμη “ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου”. Ο επανακαθορισμός του “παλαιού αιγιαλού” ευνοεί ιδιαίτερα τα περιώνυμα Τουριστικά Δημόσια Κτήματα (με τα οποία προικοδοτήθηκαν τα “Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα”, ενσωματωμένα σήμερα στην ΕΤΑΔ και πρόσφορα για “αξιοποίηση” από το ΤΑΙΠΕΔ), στο πλαίσιο της λειτουργίας, την επαύριο του 2ου παγκόσμιου πολέμου, του πρώτου μηχανισμού ιδιωτικοποίησης κοινόχρηστων χώρων (χώρων εκτός συναλλαγής και επομένως αυστηρά αμεταβίβαστων), που γνώρισε δόξες στη δεκαετία του ‘60 με την παρεμβολή του ΕΟΤ. Στο νομοσχέδιο, “ακίνητα καταγεγραμμένα ως παλαιοί αιγιαλοί και, επομένως, μέρη της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, τα οποία δεν είναι άρτια και οικοδομήσιμα, μπορούν να μεταβιβάζονται χωρίς διαγωνισμό σε όμορους ιδιοκτήτες”, δώρο για τουριστικές επιχειρήσεις.
Σε σχέση με την παραχώρησης της χρήσης των παρόχθιων ζωνών, όπως και του πυθμένα θάλασσας ή λίμνης, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι και κάθε φύσης προστατευόμενες περιοχές ή ευπαθή οικοσυστήματα μπορούν να περιλαμβάνονται σε παραχωρούμενες κοινόχρηστες εκτάσεις με τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργείου. Αρμοδιότητα που κι αυτή μπορεί να μεταβιβαστεί στις κατά τόπους αποκεντρωμένες διοικήσεις, προσφέροντας μια ακόμα δυνατότητα διευκόλυνσης των διαδικασιών, μάλλον αδιαφανή και με αδιευκρίνιστο περιβαλλοντικό και πολιτιστικό κόστος.
Ξεπερνούν τον εαυτό τους
Εκεί που ο νομοθέτης ξεπερνά τον εαυτό του, αποκαλύπτοντας και την ουσιαστική σκοπιμότητα αναθεώρησης του θεσμικού πλαισίου για τον αιγιαλό, είναι όταν επιτρέπει ρητά “την επιχωμάτωση θαλάσσιου χώρου για την εξυπηρέτηση επιχειρήσεων που ασκούν, σε όμορη με τον αιγιαλό έκταση, τουριστική δραστηριότητα ενταγμένη στο θεσμικό πλαίσιο Στρατηγικών Επενδύσεων. Για κάθε κλίνη που διαθέτει η όμορη τουριστική μονάδα μπορούν να επιχωματωθούν μέχρι 5 τετραγωνικά μέτρα θαλάσσιου χώρου. Ολόκληρη η έκταση που προκύπτει από τις επιχωματώσεις οριοθετείται υποχρεωτικά ως αιγιαλός, μετά από έγκριση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων”. Με άλλα λόγια, η μεθοδευμένη καταστροφή της ακτής μπορεί να προσφέρει (με αντάλλαγμα) πολλά στρέμματα γης στον “στρατηγικό επενδυτή”. Αντίστοιχου κυνισμού είναι η πρόβλεψη του νομοσχεδίου για την (υπό προϋποθέσεις) νομιμοποίηση έργων που έχουν ήδη κατασκευαστεί για δημόσιους και επιχειρηματικούς σκοπούς “στον αιγιαλό, την παραλία ή τη θάλασσα, την όχθη, την παρόχθια ζώνη ή υδάτινο στοιχείο ποταμών και λιμνών χωρίς να υφίσταται παραχώρηση της χρήσης”.
Χωρίς να αγνοούμε την καινοτομία της καθιέρωσης αντικειμενικού συστήματος για τον καθορισμό του οφειλόμενου στο Δημόσιο ανταλλάγματος για χρήση των παραπάνω περιοχών, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το υπό κρίση νομοσχέδιο καταλήγει να διευκολύνει την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων κατ’ εξαίρεση της κοινής χρήσης των παράκτιων και παρόχθιων ζωνών, χωρίς όμως και να τηρεί τα περιβαλλοντικά κριτήρια που δημαγωγικά επικαλείται. Φαίνεται ότι η επιτάχυνση του ξεπουλήματος των δημόσιων κτημάτων στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας αποτελεί σήμερα προτεραιότητα. Το ίδιο και η επίθεση στα δικαιώματα που συνάπτονται με το δημόσιο χώρο.
Μαρία Μάρκου
* Η Μαρία Μάρκου είναι λέκτορας στην Αρχιτεκτονική Σχολή ΕΜΠ.
epohi.gr* Η Μαρία Μάρκου είναι λέκτορας στην Αρχιτεκτονική Σχολή ΕΜΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε, για το σχόλιό σας!
Για οποιοδήποτε θέμα, επικοινωνήστε
με το mail του OPENwind NETwork
(openwind13@gmail.com)