Σφίγγουν τον κλοιό γύρω από την κυβέρνηση Τσίπρα. Ηδη η ανάλυση της Deutsche Bank βάζει στο τραπέζι το δημοψήφισμα ενώ ο Schaeuble σε συνέντευξη τύπου στο Βερολίνο δήλωσε ότι ο χρόνος για την Ελλάδα λιγοστεύει. Όπως είπε, η Ελλάδα επανειλημμένως έχει δηλώσει ότι δεν θέλει ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης.

«Έχουμε την εντύπωση, και όποιος  ασχολείται με το ζήτημα συμμερίζεται την εντύπωση ότι ο χρόνος εξαντλείται για την Ελλάδα. Προφανώς έχουν ορισμένα προβλήματα» δήλωσε ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ.

Όπως υποστήριξε η συζήτηση για την Ελλάδα δεν θα πρέπει να επικεντρώνεται στο χρέος της χώρας αλλά στο πώς η οικονομία της θα μπορούσε να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της.

Σύμφωνα με το Reuters ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ, επισήμανε ότι «το ζήτημα δεν είναι μία αναδιάρθρωση χρέους αλλά το πώς η Ελλάδα μπορεί να μπει και πάλι στην πορεία για να γίνει ανταγωνιστική και ανακτήσει την πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές».

Την ανησυχία του εξέφρασε από τις Βρυξέλλες και ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, κατά τη διάρκεια ομιλίας του μαζί με τον Γάλλο Πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς.

Συγκεκριμένα ο Λουξεμβούργιος Πρόεδρος δήλωσε πως, «παραμένω ανήσυχος και δεν είμαι ικανοποιημένος από την πρόοδο που έχει σημειωθεί τις τελευταίες ημέρες. Θα ήθελα όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές να ανασυνταχθούν».

Η έκκληση του Πρόεδρου Γιούνκερ για ανασύνταξη, έρχεται να προστεθεί μαζί με τις προειδοποιήσεις για «ναυάγιο» της αυριανής Συνόδου  και ενδεχόμενη επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών, όπως δήλωσε ο Πρόεδρος του Γιούρογκρουπ Γέρουν Ντάισελμπλουμ.

Η γερμανική τράπεζα αναμένει να δημιουργηθούν πολιτικές και οικονομικές πιέσεις στις επόμενες εβδομάδες, και υποστηρίζει ότι μπορεί να αποτελέσει πιθανή έκβαση ένα δημοψήφισμα για τις δεσμεύσεις της χώρας έναντι της ευρωζώνης, μεταξύ άλλων.

Το βασικό της σενάριο παραμένει ότι μπορεί να βρεθεί μια λύση τελικώς, αλλά τα ρίσκα για κατάρρευση των διαπραγματεύσεων παραμένουν πολύ υψηλά σημειώνει η ανάλυση της τράπεζας την οποία παρουσιάζει η Εφη Ευθυμίου στο Capital.gr.

Όπως επισημαίνει η Deutsche Bank, η συμφωνία του Eurogroup σηματοδότησε μόνο το πρώτο βήμα για την επίλυση της ελληνικής κρίσης. Και οι δύο πλευρές, συμφώνησαν να ξεκινήσουν τη διαπραγμάτευση με στόχο να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος, αλλά δεν εκταμιεύθηκε χρηματοδότηση και οι λεπτομέρειες της συμφωνίας αφέθηκαν για αργότερα. Λίγα έχουν επιτευχθεί έκτοτε. Οι λόγοι της έλλειψης προόδου είναι ασαφείς, αλλά ποικίλουν από τις διαφωνίες για την ακριβή μορφή και την τοποθεσία των διαπραγματεύσεων, την απουσία εμπειρίας της νέας διαπραγματευτικής ομάδας, και την ίδια την έκταση των θεμάτων που πρέπει να συζητηθούν.

Ωστόσο, επισημαίνει η Deutsche Bank, οι διαπραγματεύσεις επισήμως ξεκίνησαν την περασμένη Τετάρτη, και σύμφωνα με τον ελληνικό και διεθνή Τύπου, καταγράφεται μικρή πρόοδος μέχρι τώρα. Οι πιστωτές συγκεκριμένα, επικαλούνται την απουσία στοιχείων και την απουσία διαθεσιμότητας της κυβέρνησης, καθώς και μια ευρύτερη έλλειψη δέσμευσης από την ελληνική πλευρά να προχωρήσει στη βάση της συμφωνίας του Eurogroup.

Εκτός των διαπραγματεύσεων, η Deutsche Bank επισημαίνει την επιδείνωση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, με δημόσιες διαφωνίες σε θέματα από τις αποζημιώσεις μέχρι τη μετανάστευση. «Αυτές οι δημόσιες ανακοινώσεις, μπορεί να μην είχαν άμεσες επιδράσεις στις διαπραγματεύσεις, αλλά δεν βοήθησαν κιόλας στο να δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα προς την οικοδόμηση συναίνεσης μεταξύ ελληνικής και γερμανικής κοινής γνώμης».

Η δεύτερη εξέλιξη στην Ελλάδα ήταν η ραγδαία επιδείνωση της ταμειακής θέσης της κυβέρνησης, που επιδεινώθηκε από την αποπληρωμή των χρεών προς το ΔΝΤ καθώς και από την εξωτερική απροθυμία για μετακύλιση των εντόκων. Η ταμειακή θέση της κυβέρνησης παραμένει ασαφής, αναφέρει η Deutsche Bank, η οποία τονίζει πως σύμφωνα με τις προσδοκίες της, τα διαθέσιμα της κυβέρνησης θα εξαντληθούν τον Απρίλιο αλλά υπάρχει μεγάλο περιθώριο αβεβαιότητας.

Η επίλυση της ελληνικής κρίσης απαιτεί δύο βήματα, αναφέρει η γερμανική τράπεζα. Το πρώτο είναι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος, που θα καθορίσει τις προϋποθέσεις που χρειάζεται να εκπληρωθούν προτού γίνουν οι εκταμιεύσεις. Το δεύτερο απαιτεί η συμφωνία να περάσει από την ελληνική Βουλή, επιτρέποντας την εκταμίευση της χρηματοδότησης.

Ένας τέτοιος συμβιβασμός, απαιτεί παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές, ωστόσο εγείρει σειρά εναλλακτικών εκβάσεων.  Οι κύριοι δρόμοι προς μια πιθανή λύση είναι (εναλλακτική πρώτη): καμία συμφωνία και αναστολή χρηματοδότησης από την ΕΚΤ, (εναλλακτική δεύτερη) πλήρη συμφωνία που ακολουθείται από επικύρωση στη Βουλή, και (εναλλακτική τρίτη) απρόθυμη συμφωνία που ακολουθείται από δημοψήφισμα.

Η πρώτη περίπτωση, η οποία θα είναι και η χειρότερη έκβαση και για τις δύο πλευρές, προκύπτει ύστερα από κατάρρευση των διαπραγματεύσεων ή ανικανότητα ολοκλήρωσης των συνομιλιών προτού τελειώσει η χρηματοδότηση. Αυτό που θα το πυροδοτούσε, θα ήταν μια αποτυχία της ελληνικής κυβέρνησης να εξυπηρετήσει το χρέος της, οδηγώντας με τη σειρά της την ΕΚΤ να αναστείλει την επιλεξιμότητα της ελληνικής κυβέρνησης και την de facto αναστολή του συστήματος πληρωμών Target 2.

Δεδομένων των πολύ αρνητικών επιπτώσεων ενός τέτοιου αποτελέσματος στην εγχώρια οικονομία καθώς και στην ελληνική κοινή γνώμη, η Deutsche Bank θεωρεί ότι αυτό το αποτέλεσμα είναι άκρως ανεπιθύμητο για την ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, θα πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με την εναλλακτική λύση της νέας δημοσιονομικής σύσφιξης και μιας σφιχτής χρηματοδοτικής κατάστασης που αφήνει πολύ λίγο χρόνο για παράταση των διαπραγματεύσεων.

Η δεύτερη εναλλακτική, πλήρης συμφωνία και επικύρωση από τη Βουλή, θα ήταν η λιγότερο διασπαστική έκβαση από οικονομική και χρηματοδοτική άποψη, ωστόσο εγείρει δύο ερωτήματα. Πρώτον, εάν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρόθυμη να υποστηρίξει άνευ όρων μια τέτοια συμφωνία μέσω της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Δεύτερον, εάν θα είναι αποδεκτή στους ΑΝΕΛ καθώς και στα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του ΣΥΡΙΖΑ.

Η πιο ηχηρή ομάδα εντός του ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερή Πλατφόρμα με τον Π. Λαφαζάνη, έχει ήδη εκφράσει δημοσίως τις ανησυχίες της για τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Με βάση αυτή την εναλλακτική, θα ήταν πιθανή μια απώλεια βουλευτών από την κυβέρνηση. Καθώς η κυβέρνηση έχει πλειοψηφία μόλις 11 βουλευτών, θα βρισκόταν σε κίνδυνο, ωστόσο η συμφωνία είναι πιθανό ότι θα ψηφιστεί από την ελληνική βουλή, δεδομένου ότι οι ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι έχουν δηλώσει ότι θα τη στηρίξουν.

Αλλά στην καλύτερη περίπτωση θα απαιτούσε το σχηματισμό νέας κυβέρνησης (με ή χωρίς τον τωρινό πρωθυπουργό) ή στην χειρότερη περίπτωση νέες εκλογές, με την αβεβαιότητα να είναι απίθανο να οδηγεί σε εκταμίευση κεφαλαίων από τους πιστωτές μέχρι να επιτευχθεί πολιτική σταθερότητα.

Στην τρίτη εναλλακτική, απρόθυμη συμφωνία και δημοψήφισμα, η απαίτηση για συμβιβασμό με την Ευρώπη σε συνδυασμό με την ανάγκη για απάντηση στην έντονη πολιτική πίεση, ίσως είναι ο δρόμος που οδηγεί σε ένα δημοψήφισμα. Η ανάγκη να αποφευχθούν capital controls θα οδηγούσε σε μια «απρόθυμη» συμφωνία με τους θεσμούς, με την ανοιχτή αναγνώριση ότι αυτό δεν πληροί τις εκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης, αλλά είναι μάλλον το δεύτερο καλύτερο αποτέλεσμα.

Η κυβέρνηση θα πρέπει τότε να υποβάλει μια τέτοια συμφωνία σε δημοψήφισμα, μια έκβαση η οποία οδηγεί σε σειρά ζητημάτων. Πρώτον, εάν είναι δυνατή η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, δεδομένου ότι το ελληνικό σύνταγμα απαγορεύει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για θέματα δημοσιονομικής πολιτικής. Δεύτερον, εάν η ελληνική κυβέρνηση θα υποστήριζε το δημοψήφισμα.

Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης, ανέφερε την προοπτική ενός δημοψηφίσματος σε συνέντευξή του την προηγούμενη εβδομάδα, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να επιβεβαιώνει ότι θα αποτελούσε επιλογή εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία με τους θεσμούς. Ωστόσο, είναι δύσκολο να προβλεφθεί τόσο η πολιτική αφήγηση όσο και τα ερωτήματα που θέτει ένα δημοψήφισμα το οποίο η κυβέρνηση δεν υποστηρίζει. Η πιο πιθανή έκβαση είναι αυτή μιας «απρόθυμης» κυβερνητικής υποστήριξης, με ένα δημοψήφισμα για μια συμφωνία (και εμμέσως για την ιδιότητα μέλους του ευρώ) και στη συνέχεια την προσέλκυση ευρείας στήριξης από όλα τα άλλα μετριοπαθή κόμματα.